Ο σκύλος φονιάς

 

 

Ένας γείτονας μια μέρα έφερε και πάρκαρε ένα βανάκι έξω από το σπίτι του.

Κάποια στιγμή άνοιξε την πόρτα από το βανάκι, πέταξε κάτι ξεροκόμματα και την ξανάκλεισε.

Μετά από λίγο ξαναπήγε, κοίταξε απ’ το τζάμι κι έφυγε.

Αργότερα άνοιξε την πόρτα, έβαλε και λίγο νερό.

Όταν πια κόντευε να πέσει ο ήλιος, άνοιξε την πόρτα από το βανάκι και θεούλη μου βγήκε ένα τέρας.

Άσπρο, μαλλιαρό, τεράστιο.

Με μια χοντρή αλυσίδα το έφερε μια φούρλα να κατουρήσει.

Καλέ, αυτό δεν το πήγαινε βόλτα, τον πήγαινε!

Ήταν τόσο μεγάλο που λίγο κοντός να ήσουν, το ίππευες και ορμούσες στους εχθρούς. Τα δόντια του σουβλερά και μεγάλα, που ανάθεμα αν η κάτω γνάθος του μπορούσε να κλείσει. Έβγαιναν απ΄ έξω. Και μαζί με τα δόντια του έβγαιναν και σάλια, που έσταζαν στα χαλίκια. Τόσο λυσσασμένο ήτανε.

Με το που το έβλεπε η γειτονιά αμπαρωνότανε στα σπίτια της.

Ένα πρωινό η κυρά Τασίτσα απέναντι, θέλησε να πετάξει τα σκουπίδια της.

Ε, και κάνει πως περνάει μπροστά από το βανάκι και το μαλλιαρό τέρας σηκώνεται στα δυο πισινά του ποδάρια. Σπρώχνει την πόρτα- λίγο έλειψε να ανοίξει-και γάβγιζε το ξεπατωμένο τόσο δυνατά ούτε λύκος να ‘τανε. Και η καημένη η κυρά Τασίτσα τρώει μία στρώσα εκεί μπροστά από το βανάκι και η σακούλα με τα σκουπίδια της πέφτει και γεμίζει ο τόπος φλούδια από πατάτες και κρεμμύδια. Κι αυτήν να ουρλιάζει, να νομίζει πως θα σταματήσει η καρδιά της κι άιντε βγαίνει ο άλλος και λέει:

-Ηρέμησε σκυλάκι μου, ηρέμησε μανάρι μου!

Και να τ΄ ακούει αυτό η κυρά Τασίτσα και να τρελαίνεται.

-Ποιο μανάρι σου μωρέ αυτό το τέρας;

-Κουκλί, είναι να λέει εκείνος.

-Άμα είναι και μανάρι και κουκλί, μπες μπροστά στην πόρτα να σηκωθώ να φύγω.

Και μπαίνει εκείνος μπροστά και κάνει η κυρά Τασίτσα να σηκωθεί και το τέρας κόντεψε να την γκρεμίσει την πόρτα.

Κι η κυρά Τασίτσα γυρνάει σπίτι της φουριόζα και παίρνει τηλέφωνο την αστυνομία.

-Ναι, κύριε πολισμάνε μου εδώ στη γειτονιά ένας γείτονας έφερε έναν σκύλο φονιά. Κινδυνεύουν τα παιδιά μας! Να ‘ρθειτε να τον μαζέψετε.

Και ήρθαν οι πολισμάνοι και μόλις είδαν το σκυλί έκαναν καναδυό συστάσεις.

Την επόμενη μέρα το βανάκι εξαφανίστηκε και μαζί με αυτό κι ο σκύλος.

Κι ενόσω ο γείτονας έτρωγε τα λύσσακά του πώς να κδικηθεί την κυρά-Τασίτσα, η κυρά-Τασίτσα προσευχότανε και σταυροκοπιότανε μπρος στα εικονίσματα:

“Άγιε μου μεγαλομάρτυρα με έσωκες απ’ τα λύσσακά του με ‘σωκες.”

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *