Μετάβαση

Από τα καλοκαίρια του τότε στα καλοκαίρια του σήμερα

 

Η ιστορία που παρουσίασα για το project “Μετάβαση”,

που πραγματοποιήθηκε στα παλιά εκδοτήρια του ΟΣΕ.

 

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο κέντρο της Κοζάνης. Έμενα στον τρίτο όροφο μίας οικοδομής, όπου στην είσοδό της υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο, ενώ τριγύρω της μόλις είχαν αρχίσει να ανοίγουν πολλές καφετέριες.

Ήμουν καθημερινή πελάτισσα-του βιβλιοπωλείου φυσικά! Αγόραζα μαρκαδόρους και μπλοκ, στυλούς και σφραγίδες, πηλούς και πλαστελίνες, βιβλία και βοηθήματα, μολύβια και τετράδια.

Το αγαπημένο μου ήταν, όταν τις μέρες του καλοκαιριού έβρεχε. Έβγαινα στο μεγάλο μπαλκόνι μας με τη λουλουδάτη τέντα και τα σκυλάκια στις γλάστρες και διάβαζα: Τρελαντώνη, Η μοβ ομπρέλα, Τομ Σόγερ, Η αδερφή μου η Κλάρα, Οι πέντε φίλοι πέφτουν σε περιπέτεια, Ο Μικές ξανάρχεται. Ποτέ δεν διάβαζα χωρίς να μασουλάω κάτι. Άλλες φορές ήταν παγωτό, κρέμα καραμελέ, ζελέ κι άλλες μαρούλια βουτηγμένα στη μαγιονέζα, όπως ακριβώς στη διαφήμιση!

Όταν πάλι είχε καλό καιρό, ερχόταν η φιλενάδα μου από τον πρώτο. Παίζαμε πολύ. Είχαμε πολλές κούκλες με φανταχτερά φορέματα και πλαστικά γοβάκια. Κι όταν τις βαριόμασταν ανοίγαμε «Τα μαγαζιά μας». Η μία καθόταν στη μία άκρη της βεράντας στο μεγάλο τραπέζι και η άλλη στην άλλη άκρη έξω από την κίτρινη αποθήκη. Κόβαμε σε μικρά μικρά χαρτάκια τις σελίδες από τα περιοδικά και πουλούσαμε καφέ και καραμέλες. Για λεφτά χρησιμοποιούσαμε μεγάλους τίτλους από εφημερίδα. Όσο πιο μεγάλα τα γράμματα τόσο πιο ακριβό το χαρτονόμισμα.

Μια φορά θυμάμαι είχαμε γυρίσει και οι δυο από τα χωριά μας. Ήταν τότε, που ακόμα οι παππούδες μας είχαν ζώα και με το ζόρι μας έδιναν να πιούμε φρέσκο κατσικίσιο γάλα. Εμείς επειδή είχαμε μάθει του “κουτιού” η γεύση του μας φαινόταν περίεργη και βαριά. Μας βρομούσε και συνήθως ξινίζαμε με την πέτσα που έπιανε από πάνω. Τι ζάχαρη μας έβαζαν, τι μέλι, τι κακάο δεν μπορούσαμε με τίποτα να το πιούμε. Με τα πολλά το καταφέρναμε. Για το ξινόγαλο όμως, τρελαινόμασταν!

Η εικόνα που είχαμε φέρει εκείνη τη χρονιά από το χωριό ήταν παππούδες πάνω στους γαϊδάρους τους να πουλάνε γάλα από πόρτα σε πόρτα. Αυτό μας είχε κάνει τρομερή εντύπωση ως παιδιά του διαμερίσματος και του σούπερ μάρκετ. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε να παίξουμε τους γαλατάδες. Γεμίσαμε δυο κανάτες νερό, καβαλικέψαμε τα σκουπόξυλα και κάναμε πάνω κάτω τη βεράντα φωνάζοντας:

-Ιδώ του καλό του γάλα, ιδώ! Φρέσκου γάλα!

Και γεμίζαμε τις κανάτες με νερό και τις χύναμε στην αρχή στις γλάστρες, που ήταν οι καλύτερες πελάτισσες. Έπειτα, μας ήρθε η ιδέα να πουλήσουμε και στη γειτόνισσα από κάτω. Ρίξαμε και λίγα νερά στο μπαλκόνι της και επειδή ήταν πολύ καλό αυτό το γάλα σκεφτήκαμε ότι θα ήθελαν και οι άλλοι γείτονες. Και γεμίσαμε ξανά τις κανάτες με το λάστιχο και πουλήσαμε όλο το γάλα μας στους άλλους γείτονες.

Οι άλλοι γείτονες ήταν οι θαμώνες μιας μεγάλης καφετέριας. Δεν περνάει λίγη ώρα και ο ιδιοκτήτης ανέβηκε πάνω και χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε η κυρία που μας πρόσεχε και εμείς μην χάσουμε, επειδή ακούσαμε το κουδούνι, τρέξαμε να δούμε ποιος είναι.

Έξαλλος, όπως ήταν είπε «δέστε τα!». Εκείνη μάλλον δεν είχε καταλάβει τι είχε γίνει και ξαναρώτησε. Εκείνος φώναζε και έλεγε πως τους κάναμε μούσκεμα και πώς πρέπει να μας δέσουν και εκείνη συνέχιζε να μην καταλαβαίνει, γιατί όλες τις προηγούμενες φορές όντως παίζαμε ήσυχα. Όταν πια κατάλαβε η κυρία τι είχε γίνει και εκείνος επέμενε να μας δέσουν, εκείνη ρώτησε «Πού να τα δέσω;». Ο ιδιοκτήτης έδειξε μια μεγάλη γλάστρα που ήταν στο χολ με ένα φυτό ίσαμε το μπόι μας. Και εμείς πιστέψαμε ότι πραγματικά θα μας έδενε στη γλάστρα, που την ονομάσαμε “η γλάστρα του δεσίματος” και ποτέ ξανά δεν την ποτίσαμε, γιατί νομίσαμε ότι θα μεγαλώσει κι άλλο κι άλλο και θα μας περίμενε εκεί για πάντα να μας κρατάει στον λεπτό κορμό της φυλακισμένες.

Αυτά κι άλλα ωραία συνέβαιναν σε εκείνο το μπαλκόνι, που τόσο είχε φιλοξενήσει τις παιδικές μας τρέλες. Και τώρα πια, όταν κάθομαι στο μπαλκόνι, σε ένα άλλο μπαλκόνι, με άλλες φίλες μου συζητάμε για τις δουλειές, τις σχέσεις, τα νέα απ’ τα σόσιαλ, τα όνειρα και τις αυταπάτες και σκέφτομαι αυτή τη μετάβαση. Τη μετάβαση από το τότε στο σήμερα.

Πόσο πολύ έχουν σοβαρέψει τα πράγματα και πόσο πολύ έχουν αλλάξει όλα; Εκτός από εκείνον τον ιδιοκτήτη, που ακόμα το θυμάται…

 

 

Ελένη Γκόρα

 


*Στη φωτογραφία “Απόκριες στο μπαλκόνι”. Ντυμένη “Άννα Καρένινα”, την ομώνυμη ηρωίδα του μυθιστορήματος του Τολστόι, που επέλεξε να ζήσει με πάθος κόντρα στα κοινωνικά και θρησκευτικά στερεότυπα δίνοντας τέλος στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες ενός τρένου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *