Η πριγκίπισσα Ελενίκη φόρεσε το χάρτινο στέμμα της και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

Επιτέλους, η ευχή της είχε γίνει πραγματικότητα, θα έβλεπε το απαγορευμένο δάσος! Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, η ρόδα από την άμαξα είχε στραβώσει.

Ξεκίνησαν με σκοπό να πάνε σε μια βαρετή -κατά τη γνώμη της- σοφίτα στο περίφημο κάστρο των φαντασμάτων.
Όμως, η ρόδα στράβωσε, η άμαξα έπσε κι έτσι αναγκάστηκαν να περπατήσουν ως εκεί. Η Ελενίκη αγαπούσε το περπάτημα. Της επέτρεπε να παρατηρεί και να εξερευνά όσα βρισκόταν γύρω της.

Κρατούσε καλά τον χάρτη, που της είχε δώσει ο θείος της, ο Ντόναλντ Ντακ, και έλεγε από μέσα της για εκατοστή φορά τα μαγικά λόγια: «Η μοβ κουρτίνα θα ανεμίσει στις δέκα ακριβώς!». Αυτές τις λέξεις έπρεπε να πει για να ανοίξουν όλες οι πόρτες του κάστρου που θα την οδηγούσαν σε μυστικά και μαγικά περάσματα.

Τελικός στόχος και προορισμός της ήταν η σοφίτα. Εκεί, βλέπετε, ήταν κρυμμένο το μαγικό κλειδί.

Όταν πια βγήκε από το δάσος ήταν λασπωμένη, μουσκεμένη και πεινασμένη. Αφήστε που είχε χάσει κι από ώρα τα ίχνη των αυλικών. Αυτό όμως, καθόλου δεν φαινόταν να την πείραζε. Αν και κατάκοπη, ένιωθε πολύ πολύ ευτυχισμένη. Είχε παίξει με 7 σκίουρους, είχε σκαρφαλώσει σε 3 δέντρα, κι ούτε που θυμόταν σε πόσες λακκούβες είχε κάνει στροφές και πιρουέτες!

Μόλις πλησίασε την πύλη του κάστρου, είδε να δεσπόζει φωτεινός ο αριθμός ‘’13’’. Έσπρωξε την καγκελόπορτα- που μάλλον χρειαζόταν ένα λαδωματάκι, μιας και έτριζε- και προχώρησε προς την κεντρική είσοδο.

Χτύπησε τρεις φορές τη μεγάλη ξύλινη πόρτα.

Τοκ, τοκ, τοκ!

Καμία απάντηση.

Είχε αρχίσει να κρυώνει και να κουράζεται, ήθελε να μπει μα κανείς δε φαινόταν να κατοικεί στο κάστρο αυτό- ακόμα και φαντάσματα να έμεναν, θα είχαν την ευγένεια να της ανοίξουν.

Τότε θυμήθηκε το θείο και τα μαγικά λόγια.

«Η μοβ κουρτίνα θα ανεμίσει στις δέκα ακριβώς!».

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε. Η Ελενίκη μπήκε στο μεγάλο σαλόνι με τα παράξενα φωτιστικά και χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε προς τις σκάλες.

Τα πόδια της όμως, κόλλησαν κάπου ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο σκαλοπάτι.

Της φάνηκε πως άκουσε ψιθύρους κάπου εκεί κοντά.

«Αν είστε τα περίφημα φαντάσματα, σίγουρα θα με αφήσετε να περάσω στον επόμενο όροφο, με αντάλλαγμα το μαγικό μου χάρτη!»

Έβγαλε το χάρτη από την τσέπη της, στο λεπτό εκείνος εξαφανίστηκε, και οι σκάλες έπαψαν να κολλούν!
Μόλις όμως, επιχείρησε να περάσει στο επόμενο πάτωμα, οι σκάλες γλιστρούσαν τόσο, που όποιος τολμούσε να τις πατήσει, σκόνταφτε! «Ποια φαντασματάκια θα με αφήσουν να περάσω, για ένα χάρτινο στέμμα;».

Και ξέρετε κάτι;

Την άφησαν.

Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε 58 φορές, όσες και οι όροφοι του κάστρου. Στο τέλος, η πριγκίπισσα είχε μείνει ξυπόλητη με ένα φανελάκι κι ένα σορτσάκι. Όλα της τα ρούχα και τα κοκαλάκια, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια, τα κρεμαστά και τα σκουλαρίκια, ακόμα τις κάλτσες και τα παπούτσια τα είχε δώσει στα φαντάσματα.  Αλλά δεν την ένοιαζε, γιατί πλέον, είχε φτάσει στην πολυπόθητη πόρτα της σοφίτας!

«Η κόκκινη κουρτίνα θα ανεμίσει στις δέκα ακριβώς!» είπε, μα η πόρτα έμεινε ερμητικά κλειστή. «Η μπλε, όχι! Όχι, η πορτοκαλί! Ωχ! Ποιο χρώμα ήταν;» Είχε ξεχάσει, μετά από τόση ώρα και τόσες περιπέτειες.

Τώρα, πώς θα έπαιρνε το κλειδί που ήταν κρυμμένο στο δωμάτιο;

Πάνω που προβληματιζόταν, ένα φάντασμα ήρθε κοντά της και έπιασε κουβέντα με ένα άλλο φάντασμα, με το οποίο ήταν γείτονες, αφού έμεναν σε διπλανά δωμάτια.

-Τα έμαθες τα νέα;
-Αν τα έμαθα λέει; Φυσικά! Βούηξε ο τόπος! Η μοβ κουρτίνα θα ανεμίσει στις δέκα ακριβώς!

Η Ελενίκη άρχισε να χορεύει από τη χαρά της που είχε ακούσει τους ψιθύρους. Είπε τα μαγικά λόγια, μπήκε στη σοφίτα, βρήκε το κλειδί κι έκλεισε τα μάτια, όπως ο θείος της είχε πει να κάνει.

Μόλις τα άνοιξε ξανά, κοίταξε το ρολόι του καθιστικού. Η ώρα ήταν δέκα ακριβώς, η μοβ κουρτίνα ανέμιζε και το κλειδί ήταν στα χέρια της.

«Το βρήκα!» φώναξε.

Ήταν μια ωραία καλοκαιρινή μέρα. Θα πήγαιναν να επισκεφθούν τον αγαπημένο τους θείο.

Αν και έμενε μακριά, τον επισκέπτονταν κάθε χρόνο. Και κάθε φορά, ο θείος και η Ελενίκη κάθονταν στη σοφίτα και έλεγαν παραμύθια για φαντάσματα, για κλειδιά, για κάστρα και για πριγκίπισσες.

Κρατούσε στα χέρια της το κλειδί του.

Το είχε επιτέλους αποκτήσει!

Μόλις θα έφταναν, θα του τα έλεγε όλα . . .με το νι και με το σίγμα!

 

 

 

 

Σταματία Καλλιβωκά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *