Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία πόλη μικρή, τόσα δα μικρούλα. Και οι κάτοικοί της κι αυτοί μικρούληδες ήταν. Μια σταλιά ανθρωπάκια.
Την πόλη αυτή, τη μικρούλα πόλη, την έλεγαν Λιλιπούπολη. Βρισκόταν πολύ μακριά από εδώ. Ήταν γκρίζα και συννεφιασμένη. Άλλον καιρό δεν έκανε εκεί, παρά μόνο συννεφιά. Άλλο χρώμα δεν υπήρχε εκεί, παρά μόνο το γκρίζο.
Και οι κάτοικοί της ήταν τόσο στεναχωρημένοι! Ήθελαν μια μέρα ο ήλιος να λάμψει πάνω από την πόλη τους και οι τοίχοι των σπιτιών να βαφούν με χρώματα· κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πράσινο, πορτοκαλί… Πώς θα το κατάφερναν αυτό δεν ήξεραν! Κάθε μέρα έβγαιναν στα μπαλκόνια και τις αυλές τους, κοιτούσαν τον γκρίζο ουρανό και παρακαλούσαν: Βρέξε ουρανέ, βρέξε να πέσει η βροχή να ξεπλύνει την πόλη μας, κι ύστερα να βγει το ουράνιο τόξο και με τα χρώματά του να βάψει τους τοίχους μας! Βρέξε ουρανέ, βρέξε! Κι ύστερα να βγει ο ήλιος να χαρούμε…
Έτσι, έλεγαν οι κάτοικοι της Λιλιπούπολης και ποτέ τίποτε δεν γινόταν. Πήγαιναν στις δουλειές τους και στα σχολειά τους με σκυμμένο το κεφάλι.
Αχ, αυτό που ήθελαν τόσο πολύ, πότε επιτέλους θα γινόταν;
Ώσπου, μια μέρα στη Λιλιπούπολη τσαφ, εμφανίστηκε ένας μάγος! Κάτι είχε πάει λάθος με τα μαγικά του και ενώ ήθελε με ένα ξόρκι να βρεθεί στη Μεγαλούπολη, βρέθηκε στη Λιλιπούπολη.
Μόλις τον είδαν οι κάτοικοί της τρόμαξαν τόσο πολύ! Ποτέ άλλοτε δεν είχαν δει έναν τόσο ψηλό άνθρωπο. Σχεδόν άγγιζε τον γκρίζο τους ουρανό.
Ο Μάγος επειδή κατάλαβε ότι τον φοβήθηκαν, έσκυψε και τους χαιρέτησε με τη σιγανή μελωδική φωνή του.
-Γεια σας! Γεια σας μικρά μου!
-Ποιος είσαι; του είπαν αυτά με ένα στόμα μια φωνή.
-Είμαι ο Μάγος ο Παραμυθάς!
-Και γιατί σε λένε έτσι;
-Επειδή λέω παραμύθια!
-Και τι είναι τα παραμύθια;
-Τα παραμύθια είναι ό,τι θέλει να πει η καρδιά μας. Τα παραμύθια είναι ό,τι θέλουμε να φωλιάσει στις καρδιές των άλλων.
-Και τι γυρεύεις εδώ; ρώτησαν οι κάτοικοι της Λιλιπούπολης.
-Εγώ ήθελα να πάω στη Μεγαλούπολη να πω το πιο μεγάλο μου παραμύθι. Όμως, κάτι λάθος έκανα με το ξόρκι μου και τσαφ, βρήκα εδώ! Πού είμαι ακριβώς;
-Είσαι στη Λιλιπούπολη!
-Και γιατί είναι γκρίζα και άχρωμη η πόλη σας; Και γιατί έχει τόσα σύννεφα;
-Δεν ξέρουμε και μας δεν μας αρέσει, έτσι όπως είναι…
-Να σας πω. είπε ο Παραμυθάς, έχει ακούσει ποτέ η πόλη σας, η Λιλιπούπολη, ένα παραμύθι;
-Όχι, όχι ποτέ!
-Θέλετε να πούμε ένα παραμύθι;
-Ναι, ναι, απάντησαν έκπληκτοι οι κάτοικοι της Λιλιπούπολης!
-Ξέρετε πώς φωνάζουμε τα παραμύθια για να ‘ρθουν;
-Πώς, πώς; ρώτησαν με περιέργεια.
-Θα σας πω εγώ και επαναλάβετε μαζί μου! Κόκκινη κλωστή δεμένη/ στην ανέμη τυλιγμένη/ δώστης κλώτσο να γυρίσει/ παραμύθι να αρχινήσει.
Και δεν πρόλαβε να πει τη φράση αυτή ο Μάγος ο Παραμυθάς κι άρχισε να βρέχει. Και μόλις είπε τη φράση “Μια φορά κι έναν καιρό…” η βροχή ξέπλυνε το γκρίζο της πόλης. Και έλεγε κι άλλα ο Μάγος ο Παραμυθάς· για παλάτια, πρίγκιπες, βασιλοπούλες, δράκους, δρόμους και ποτάμια, περιπέτειες και μάχες… Και μέχρι να φτάσει στο τέλος και να πει “Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις ακόμα καλύτερα!”, ο ήλιος είχε βγει πάνω από τις στέγες των σπιτιών και ολόκληρη η πόλη απέκτησε χρώματα πολλά, πολλά χρώματα.
Βλέποντας έτσι την πόλη τους οι κάτοικοι της Λιλιπούπολης, χάρηκαν τόσο πολύ, που άρχισαν να τραγουδάνε και να χορεύουν.
-Σ΄ ευχαριστούμε Μάγε Παραμυθά που ομόρφυνες τη μικρούλα πόλη μας, τη Λιλιπούπολη!
-Είδατε πόσο μαγικά είναι τα παραμύθια; Ομορφαίνουν και γλυκαίνουν τους τόπους, τους ανθρώπους, τις ψυχές. Και για να μείνει έτσι η πόλη σας, δεν πρέπει να ξεχνάτε να της λέτε παραμύθια.
Και με ένα τσαφ, ο Μάγος ο Παραμυθάς, εξαφανίστηκε όπως ήρθε!
Από τότε οι κάτοικοι της Λιλιπούπολης έλεγαν πάντα παραμύθια.
Γι΄ αυτό και γω αγαπώ τόσο πολύ τη Λιλιπούπολη, επειδή πάντα έχει τόσα χρώματα και τόσα πολλά παραμύθια κρυμμένα σε κάθε της γωνιά.
Εσείς μικρές μου φίλες και μικροί μου φίλοι, πόσο πολύ αγαπάτε τη Λιλιπούπολη;
Πόσο;
Για να σας ακούσω…
Ελένη Γκόρα