Γκαντέμω, ρε μάγκα μου, γκαντέμω! Δεύτερο ραντεβού με το πρόσωπο, ξέρεις, σε κείνο το φλόρικο καφέ με τους καμβάδες στους τοίχους. Μπήκες; Ο Νίκος αραχτός δίπλα στο παράθυρο με βλέπει να αριβάρω. Ούτε που πρόλαβα να του σπικάρω ένα φωνήεν.
Μπα, μπα, καλώς τηνα την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα, ακούω τον άλλον να κελαηδάει από πίσω μου και φρικάρω.
Ίσα, ρε, του λέω, τι γκαρίζεις; Σου ‘στριψε;
Βλεφαριάζει τον Νίκο. « Δεν μου λες, ρε παλίκαρε, μπας και σε ταΐζει και σένα το ίδιο κουτόχορτο η μπέμπα;»
Έφευγες, λέω και του χώνω μια με την αρβύλα. Μαγκιές σε μένα, ρε;
Αλλά γκαντέμω ρε μάγκα μου, γκαντέμω. Να ‘χω να τον τρακάρω δυο χρόνια και να τον τρακάρω τώρα;