Οι Μέρες Καραντίνας της Ελένης Γκόρα αποτελούν ένα είδος ημερολογίου που καλύπτει τις 42 μέρες της αυστηρής καραντίνας στη χώρα εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Οι ημερήσιες καταχωρήσεις έχουν πολλές διαφορετικές μορφές: ορισμένες περιγράφουν την καθημερινότητα στην εποχή της καραντίνας μέσα από σκέψεις ή από περιστατικά, σε πολλές υπάρχουν συνταγές, ενώ σε άλλες κυριαρχούν ποιήματα, ιστορίες από το παρελθόν και σκέψεις. Σε αυτή την μικρή παρουσίαση, θα επιχειρήσω να εντοπίσω τα κυρίαρχα μοτίβα των Μερών Καραντίνας, να μελετήσω πώς συνδέονται με την ημερολογιακή μορφή του βιβλίου και να καταδείξω τους τρόπους με τους οποίους αναδύεται η αισιοδοξία στον καιρό της καραντίνας.

Από τις πρώτες καταχωρήσεις, γίνεται φανερή η έντονη διάκριση ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό χώρο. Ενώ πριν τον κορονοϊό το έξω σηματοδοτούσε τη βόλτα ή και τη διασκέδαση, πλέον ο κόσμος αποζητά ολοένα και περισσότερο την αίσθηση ασφάλειας που του παρέχει το κλειδαμπάρωμα στο σπίτι. Στις 20/3, η Ελένη γράφει χαρακτηριστικά, περιγράφοντας την αντίδραση των περισσότερων ανθρώπων απέναντι στην πανδημία «Καταλαβαίνουν ότι πρέπει να μπουν ακόμα πιο μέσα στο σπίτι τους. Πολύ πιο μέσα». Τους φαντάζεται να αφήνουν έντρομοι τις παπουτσοθήκεις τους στον επικίνδυνο πλέον έξω χώρο, αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουν ποτέ ξανά το εσωτερικό του σπιτιού τους· τα απαραίτητα ψώνια τους, θα τα κάνουν απ’ το ίντερνετ. «Τώρα θα φοράνε μόνο παντόφλες. Ό,τι χρειάζονται, θα το παραγγέλνουν online». Η καταχώρηση ολοκληρώνεται με τη φράση «Οι άνθρωποι συνηθίζουν», που ανακαλεί το Ρινόκερο του Ιονέσκο και τη φράση «Συνηθίζει ο κόσμος ξέρετε». Όπως οι ρινόκεροι καταλαμβάνουν, σταδιακά, το μικρό γαλλικό χωριό, έτσι και τα επιδημιολογικά μοντέλα δείχνουν ότι ο κορονοϊός θα καταλάβει τη χώρα αν δεν τηρηθούν τα μέτρα.

Η Ελένη περιγράφει τις οικογένειες που κάθονται στον καναπέ κάθε απόγευμα, περιμένοντας τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, τονίζοντας το πώς η διαρκής παρουσία των ανθρώπων στον εσωτερικό χώρο αφήνει το αποτύπωμά της: «Τώρα πια και ο ίδιος ο καναπές λέει με τον τρόπο του ποια θέση ανήκει σε ποιον. Κάθε κώλος έχει αφήσει ανεξίτηλα το αποτύπωμά του». Μέσα απ’ τη ζωντανή περιγραφή της, είναι σα να στήνει το σκηνικό ενός διαμερίσματος μέσα στο αστικό τοπίο. Τα μέλη της οικογένειας λείπουν διαρκώς από το σπίτι, στις δουλειές τους, σε εξόδους, σε εκδρομές, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, οπότε τα έπιπλα διατηρούνται σαν καινούργια. Για πρώτη φορά στην καραντίνα οι άνθρωποι αναγκάζονται να κινηθούν στα όρια του σπιτιού τους και, κατά συνέπεια, αναπτύσσουν μία σχέση με τα αντικείμενα που τους περιβάλλουν, αποκτούν την δική τους θέση στον καναπέ και στο μεσημεριανό τραπέζι. Ο καναπές του σαλονιού αντικαθιστά τα παγκάκια του πάρκου, η τηλεόραση την οθόνη του κινηματογράφου ή τη σκηνή του θεάτρου, τα ψώνια από το ίντερνετ τη βόλτα στα μαγαζιά ενώ τα παράθυρα αποκτούν μια καινούργια διάσταση, τονίζοντας ακόμη πιο έντονα τη σχέση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Στις 23/03, η Ελένη γράφει «Μια κυρία καθόταν στο απέναντι μπαλκόνι. Τα κλαδιά την ενοχλούσαν. Φώναξε τον άντρα της. Εκείνος τα κλάδεψε. Εκείνη τα έσυρε ως τα σκουπίδια. Τώρα θα μπορούσε να βγάλει τις μέρες της καραντίνας. Είχε θέα όλα τα άλλα σπίτια». Καθώς το έξω έχει αποκτήσει μια αρνητική σημασία στο μυαλό των ατόμων, το δέντρο κόβεται για να φαίνονται τα άλλα σπίτια· το μυαλό μένει καρφωμένο στο μέσα και σε όσα το μέσα στεγάζει.

Ακόμη και η μετάβαση από το μέσα στο έξω μετατρέπεται σε πολύπλοκη διαδιασία· στις 26/03, η Ελένη γράφει: «Μετάβαση! Τι λέξη κι αυτή; Δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα έγραφα φυλλάδα για να βγω έξω. Και να δικαιολογήσω τι; Ότι βγαίνω απ’ το σπίτι για να αναπνεύσω άλλον αέρα;». Οποιαδήποτε αναγκαία έξοδος –έξοδος στο σούπερ μάρκετ, έξοδος για πέταγμα σκουπιδιών, έξοδος στο φαρμακείο, έξοδος για σωματική άσκηση– προϋποθέτει πλέον την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης τελετουργίας, αποτελούμενης από υπεύθυνες δηλώσεις ή SMS, αντισηπτικά, μάσκες και γάντια που σκίζονται. Στις 27/03, η Ελένη βγαίνει για να πετάξει τα σκουπίδια στον πιο μακρινό κάδο και φαντάζεται διαλόγους που μπορεί να προκύψουν αν τη σταματήσει η αστυνομία για έλεγχο:

Αυτά τα σκουπίδια δικά σου είναι;

Περίπου.

Δεν είχε κάπου πιο κοντά;

Μου αρέσουν τα μακρινά ταξίδια, μέρη, άνθρωποι, ΚΑΔΟΙ!

Όταν, τελικά, τη σταματάει η αστυνομία για έλεγχο, στις 30/03, η Ελένη βλέπει έναν ηλικιωμένο κύριο που έχει γράψει τη δήλωσή του σε ψηφοδέλτιο ενώ ένα μήνα αργότερα, στις 27/04, γυρίζει όλη την πόλη για να βρει την κατάλληλη βαφή μαλλιών και ο διάλογος που ακολουθεί με την αστυνομία μοιάζει με αυτόν που είχε φανταστεί στις 27/03. Αυτοί οι διάλογοι, η συμπλήρωση των δηλώσεων μετακίνησης και το άγχος της εξόδου αποτελούν την τελετουργία της μετάβασης που επιβλήθηκε από την καραντίνα σε όλο τον πληθυσμό, κάνοντας την απόσταση μεταξύ του μέσα και του έξω να μοιάζει τεράστια και, συχνά, τρομαχτική.

Ο φυσικός χώρος γίνεται αντικείμενο επιθυμίας και φόβου από τον κοζανίτικο πληθυσμό, που παρατηρεί τον ερχομό της άνοιξης από τα παράθυρα. Στις 19/03, η Ελένη βγαίνει βόλτα στο Ξενία να συναντήσει την πιο θαρραλέα φίλη της και βλέπει έναν κότσυφα και αναρωτιέται «Τώρα που μένουμε σπίτι βρίσκουν τα πουλάκια να φάνε κάτι εύκολα;». Σκέφτεται ότι τα κοτσύφια χτίζουν τις φωλιές τους το Μάρτη, την ίδια περίοδο δηλαδή που οι κάτοικοι της Κοζάνης κλείνονται όλο και πιο βαθιά στα δικά τους. Στις 13/04, Μεγάλη Δευτέρα, ο κότσυφας επιστρέφει, μας περιγράφει η Ελένη: «Κάθισε στην κολώνα και άρχισε να κελαηδάει. Θα κελαηδάει μέχρι να βρει την κοτσυφίνα του. Μέχρι κάποια κοτσυφίνα να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του». Μια κοτσυφίνα όντως προσγειώνεται στο απέναντι κλαδί και το τραγούδι τους διακόπτει η σιάμ γάτα που προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο δέντρο. Η ανοιξιάτικη εικόνα διακόπτεται απ’ την χιονόπτωση της Μεγάλης Τρίτης, όταν η Ελένη εντοπίζει μια φωλιά πουλιών σε ένα δέντρο που δεν έχει ανθίσει ακόμη. Τη Μεγάλη Πέμπτη οι πασχαλιές δεν έχουν ανθίσει ακόμη και τη Μεγάλη Παρασκευή, καθισμένη στο μπαλκόνι, ακούει το τραγούδι ενός αηδονιού. Το Μεγάλο Σάββατο έρχονται, επιτέλους, τα χελιδόνια. «Μια Άνοιξη σαν κι αυτή πώς τα κατάφεραν και ήρθαν!» σημειώνει η Ελένη. Η αντίθεση μεταξύ του μέσα και του έξω γίνεται ακόμη πιο έντονη· παρά την πανδημία, η άνοιξη έρχεται, η φύση ανθίζει χωρίς εμάς.

Ένα εξίσου σημαντικό μοτίβο που κυριαρχεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα των Μερών Καραντίνας είναι αυτό της γραφής. Η γραφή δεν αποτελεί μονάχα την επαγγελματική και ερευνητική δραστηριότητα της Ελένης αλλά, μέσα απ’ τις ημερολογιακές καταχωρήσεις, λειτουργεί ως ένας φακός μέσα απ’ τον οποίο μελετάται η καραντίνα, ως κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, ως αντικείμενο λογοτεχνικού κειμένου, ως αναγκαία συνθήκη, ως αιτία φόβου και εγκλεισμού. Στις 17/03, η Ελένη σημειώνει:

Δέκατη έβδομη μέρα στο σπίτι και γράφω σαν την τρελή. Αν η καραντίνα τραβήξει μέχρι μέσα Μαΐου, τότε αυτή είναι η μοναδική μου πιθανότητα και η μοναδική μου ευκαιρία να γράψω όσα θέλω.

Η ανάγκη για γραφή διατυπώνεται μέσα από καθημερινές κινήσεις και δουλειές, καθώς και μέσα από κομμάτια της ερευνητικής εργασίας της Ελένης· στις 25/03 δημοσιεύει μια διαδικτυακή έρευνα, με σκοπό να συγκεντρώσει στοιχεία για «τη σχέση των ανθρώπων με τη συγγραφή και την ποιότητα της ζωής τους στην καραντίνα». Και στις 29/03, σημειώνει:

Κάθομαι μπροστά απ’ τον υπολογιστή και γράφω. Κάθε μέρα το ίδιο. Ποια Κυριακή και ποια Δευτέρα;

 

Πέρα από ανάγκη, η γραφή μετατρέπεται και σε μία γέφυρα επικοινωνίας, καθώς πολλές απ’ τις καταχωρήσεις που συγκροτούν τις Μέρες Καραντίνας, είχαν δημοσιευτεί στον προσωπικό λογαριασμό της Ελένης στο Facebook. Το είδος της ημερολογιακής γραφής, που συχνά θεωρείται αυστηρά προσωπική και προσβάσιμη μονάχα στο άτομο που (κατα)γράφει, αποκτά έτσι μια τελείως διαφορετική διάσταση, καθώς χρησιμοποιείται προκειμένου να φέρει τον κόσμο πιο κοντά εν μέσω καραντίνας. Το ίντερνετ και τα σόσιαλ μίντια μετατρέπονται, κατά κάποιον τρόπο, σε χώρους όπου η ανάγκη για επικοινωνία, περισσότερο από ποτέ, εκφράζεται μέσω του γραπτού λόγου ή της βίντεο-κλήσης. Ποστάροντας τις καταχωρήσεις της στο Facebook, η Ελένη όχι μόνο μοιράζεται τις σκέψεις της με άλλα άτομα αλλά επιπλέον, προβάλλει το γραπτό λόγο ως αντίβαρο στη μοναξιά του εγκλεισμού, προσκαλώντας με την αισιόδοξη ματιά της και την ακρίβεια της γραφής της τα άτομα όχι μόνο να χαμογελάσουν αλλά και να αποδεχτούν, μέσω του χιούμορ, την κατάσταση.

Η γραφή χρησιμοποιείται και η ίδια ως μετάβαση, ανάμεσα στην πρότερη και την τωρινή κατάσταση. Μέσω της γραφής, η Ελένη αφηγείται ιστορίες από το παρελθόν, άλλοτε με νοσταλγία, άλλοτε με αγάπη. Στις 09/04 αφιερώνει την καταχώρηση στη μνήμη του παππού της, Αριστοτέλη, που ήταν εξορία στο Ναύπλιο. Οι πολιτικές φυλακές έχουν αντικατασταθεί από ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο με θέα το Μπούρτζι. Η Ελένη θυμάται να στέκεται απ’ έξω αλλά να μην μπαίνει για καφέ, της φαίνεται ανατριχιαστικό. Προχωράει ως το μαρμάρινο μνημείο που βρίσκεται εκεί κοντά:

Στην κορυφή του είχε ένα κεφάλι και πάνω στο κεφάλι ένα χέρι σφιγμένο σε γροθιά. Πιο κάτω με μαύρα σχεδόν καλλιγραφικά γράμματα ήταν τα λόγια του Ρίτσου: «Άγιος αυτός ο τόπος που μαρτύρησαν τόσοι Έλληνες σύντροφοι, αυτοί που πάτησαν γυμνόποδοι της τυραννίας τον όφι, αυτοί που ανένδοτοι αγωνίστηκαν για τη λευτεριά, αυτοί που γράψανε με το αίμα τους την ιστορία».

 

Η νοσταλγία της σ’ αυτή την καταχώρηση συνοδεύεται, όπως μας λέει, από «παράπονο» ενώ η ημερολογιακή γραφή στοχάζεται πάνω στην πολιτική και πάνω στην ιστορία με τρόπο που δεν αφαιρεί, ωστόσο, την αισιοδοξία και την αγάπη για ζωή και για ελευθερία από τη γραφή της Ελένης. Δύο μέρες μετά, στις 11/04, η καταχώρηση είναι και πάλι νοσταλγική, αλλά αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανένα παράπονο, παρά μόνο αγάπη για την αδερφή της, τη Σοφία, που έχει τα γενέθλιά της. Η Ελένη μοιράζεται μια παλιά ιστορία που κάνει κάθε άτομο που τη διαβάζει να χαμογελάσει:

Όταν λοιπόν, η αδερφή μου ήταν τεσσάρων χρονών η μαμά μας την έστειλε να αγοράσει τρία σκόρδα από το μανάβικο κοντά στον κινηματογράφο Ολύμπιον.

Λογικά, θα είπε και μένα να πάω, αλλά η απάντησή μου θα ήταν· τι όλα εγώ θα τα κάνω; Η μαμά μας μάς εμπιστευόταν από πολύ μικρές να πάμε για ψώνια. Μας έδινε λεφτά και μας έλεγε τι να αγοράσουμε.

Έτσι λοιπόν, εκείνη την ημέρα η αδερφή μου πήγε στο μανάβικο να πάρει τρία σκόρδα. Προτού μπει στο μανάβικο, πετάχτηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο, που ήταν και είναι ο μοναδικός κινηματογράφος της πόλης μας. Χάζεψε τις αφίσες με τις ταινίες που προβάλλονταν ή θα ερχόντουσαν και μετά μπήκε στο μανάβικο.

Επειδή δεν θυμόταν αν της είπε τρία σκόρδα ή τρία κιλά σκόρδα, αποφάσισε να αγοράσει τα τρία κιλά. Τα τρία της φάνηκαν λίγα.

Γύρισε στο σπίτι γεμάτη με πλεξίδες σκόρδα. Τι να κάνει και η μαμά μας; Τις κρέμασε στον τοίχο.

Σόφη, φτου φτου σκόρδα!

Παρότι πουθενά στο βιβλίο δεν υπάρχει η λέξη «νοσταλγία», πολλές καταχωρήσεις περιστρέφονται και εμπνέονται απ’ αυτή. Στις 08/04, η Ελένη ονειρεύεται τη θάλασσα και κάποιες διακοπές που πήγαν μαζί με τις φίλες της πριν χρόνια:

Σε ένα τέτοιο δωμάτιο είχαμε κάνει διακοπές με τις φίλες μου. Θα ‘χουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε.

Στη θάλασσα εκείνη δεν είχαμε βουτήξει.

Τώρα, μας λέει, θα βουτούσε, και θα βουτούσε κάπως έτσι:

Για να μπω ο μόνος ο τρόπος είναι να κάνω βουτιά. Δεν έχει λίγο λίγο και σιγά σιγά. Δεν έχει πρώτα τα μπούτια, μετά η κοιλιά και μετά με τις χούφτες να ρίχνεις νερό σαν τις μπάμπες στο στήθος και στην πλάτη. Έτσι μπαίνεις σε τέτοιες θάλασσες-κατευθείαν. Το πρώτο σοκ είναι.

Αν εξετάσουμε αυτή την περιγραφή σε σχέση με την καραντίνα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θάλασσα είναι η ζωή. Είναι η ζωή που θεωρούσαμε τόσο δεδομένη πριν τον κορονοϊό, η ζωή που συχνά βαριόμασταν να ζήσουμε, η ζωή που συχνά μας κούραζε, η ζωή στην οποία δεν τολμούσαμε. Η Ελένη μας λέει να τολμάμε, γιατί δεν ξέρουμε πότε η ζωή θα πάψει να θυμίζει ζωή και στις 22/04 γράφει και την καταχώρηση κομμάτι της οποίας υπάρχει και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Αν το ήξερα,

θα είχα ζήσει μια μέρα, όπως την ήθελα.

 

Μέσα από τη γραφή, σε μια περίοδο εγκλεισμού και φόβου του θανάτου, οι Μέρες Καραντίνας συνηγορούν υπέρ της ζωής, υπέρ μιας όμορφης, γεμάτης και αισιόδοξης ζωής, κατορθώνοντας να ενώσουν τους ανθρώπους που τις διαβάζουν. Η Ελένη με έκανε να γελάσω, να κλάψω, να σκεφτώ, να χαμογελάσω, να θυμηθώ και να νοσταλγήσω και αυτή είναι, τελικά, η πιο σημαντική –και μαγική, αν θέλετε– δύναμη της γραφής: το να σε εμπνέει να ζεις.

Οι Μέρες Καραντίνας ολοκληρώνονται με έναν απολογισμό, δουλειών, μετακινήσεων, επιθυμιών, περιπάτων, δημιουργικών δραστηριοτήτων και, κυρίως, σελίδων. 561 σελίδες, 112.736 λέξεις. Να τις κάνεις άπειρες εύχομαι, Ελένη μου, και να χαιρόμαστε κι εμείς που σε διαβάζουμε και σε καμαρώνουμε.

 

 

 

Αικατερίνη-Μαρία Λάκκα

Φιλόλογος

Υποψήφια Διδακτόρισσα Συγκριτικής Λογοτεχνίας

στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Sorbonne Université)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *