21/04/2020
Τεσσαρακοστή δεύτερη μέρα στο σπίτι και χθες σας έλεγα ότι δεν είμαι και το tech junkie, αλλά ότι κάτι κάνω.
Κρατήστε το αυτό, και προχωράω.
Ανοίγω λοιπόν, το wordpress μου και αποφασίζω να κάνω μόνη μου backup της σελίδας σε google drive και ξέρω και γω τι άλλο. Έπειτα, αποφασίζω να ανανεώσω την έκδοσή του και να κάνω όλες τις προτεινόμενες ενημερώσεις σε plugins και κάτι που δεν θυμάμαι τώρα πώς το λένε και όσο και να με πιέζω δεν πρόκειται να το θυμηθώ.
Και επειδή όλα αυτά δεν έφταναν, αποφάσισα να κατεβάσω και μερικά ακόμη προγράμματα από τα πρόσθετα για να δω πώς δουλεύουν.
Να μην σας τα πολυλογώ μετά από τόσο ισχυρό παρεμβατισμό η κατάσταση της υγείας του ιστότοπού μου δεν ήταν και τόσο καλή.
Ωραία, λέω αν κάνω κι αυτές τις βελτιώσεις που απαιτούνται, θα έχω ένα ολόσωστο αποτέλεσμα.
Κοιτάω να τις κάνω, ήθελε γλώσσα προγραμματισμού και πρόσβαση στον server.
Κοιτάω καλύτερα και τι να δω;
Στην προβολή πληροφοριών της ιστοσελίδας είχε εξαφανιστεί πια το λουκέτο και είχε βγει ένα επικίνδυνο θαυμαστικό.
Τότε κατάλαβα πως έπρεπε κάποιος ειδικός να επιβλέψει το έργο μου. Απευθύνομαι στον άγρυπνο φύλακα και κατασκευαστή της σελίδας μου Αλέξης Κασνάκης. Μόλις αντίκρισε το δημιούργημά μου, έπαθε. Θα σας μεταφράσω τα λόγια του και σας παρακαλώ να τα λάβετε σοβαρά υπόψιν:
-Η κλεισούρα και η αποχή δεν κάνουν καλό!
Και συμπληρώνω τώρα εγώ ως δεινούσα και παθούσα πως με και μετά την καραντίνα δεν γαμάμε ό,τι βρίσκουμε μπροστά μας.
(και η άχρηστη πληροφορία· το elenigkora.gr λειτουργεί και πάλι!)
22/04/2020
Τεσσαρακοστή τρίτη μέρα στο σπίτι.
Αν το ήξερα,
θα είχα φορέσει αυτά που κρατούσα στην ντουλάπα με το καρτελάκι
και θα τα χαιρόμουν
θα είχα πει αυτά που ήθελα να πω
και δεν θα τα κρατούσα για αργότερα
θα είχα βγει για φαγητό και θα βουτούσα το ψωμί στη σάλτσα
και δεν θα ντρεπόμουν γι΄ αυτό
θα είχα πιει ένα μπουκάλι κόκκινο ξηρό κρασί
και θα σκούπιζα την άκρη των χειλιών μου δεξιά κι αριστερά με το δάχτυλό μου
θα είχα πηδηχτεί στην τουαλέτα σαν να μην υπήρχε αύριο
και θα άφηνα τον οργασμό μου να γλιστρήσει από τη χαραμάδα της πόρτας.
Αν το ήξερα,
θα είχα ζήσει μια μέρα, όπως την ήθελα.
23/04/2020
Τεσσαρακοστή τέταρτη μέρα στο σπίτι.
Κι όλο κοιτάω την ντουλάπα και όλο λέω θα την τακτοποιήσω. Θα μαζέψω τα χειμερινά, θα πλύνω στη λεκάνη τα πλεκτά, θα χαϊδέψω για τελευταία φορά τα πουλόβερ, θα τυλίξω τα μανίκια τους γύρω απ΄ το λαιμό μου. Τώρα που ακόμα δεν άρχισε η πολλή η ζέστη. Τώρα που ακόμα τα μάλλινα δεν μου φέρνουν φαγούρα.
Κι όλο κοιτάω την ντουλάπα και όλο λέω θα την τακτοποιήσω. Θα διπλώσω τα χοντρά ρούχα, θα ξεδιαλέξω τα παλιά, θα χαζέψω τα καινούρια. Ίσως να τα δοκιμάσω με το καρτελάκι, με το καρτελάκι που δεν πρόλαβα να κόψω. Ίσως να κοιταχτώ και στον καθρέφτη να δω αν μου κάνουν, αν μου πάνε ακόμα. Ίσως να μην μπορώ να ανεβάσω το φερμουάρ. Ίσως να χρειαστώ βοήθεια και τότε τρομαγμένη να τα βγάλω.
Κι όλο κοιτάω την ντουλάπα και όλο λέω θα την τακτοποιήσω. Θα κατεβάσω τα καλοκαιρινά και θα ονειρευτώ βόλτες με ένα ελαφρύ αεράκι να μου ανακατεύει τα μαλλιά, με έναν ήλιο να με τυφλώνει στα μάτια. Πρώτο πρώτο θα ήθελα να δω εκείνο το λευκό σατέν ραντάκι, που όλο λερώνει, όταν το βγάζω έχοντας ακόμα στα χείλη μου το κόκκινο κραγιόν, έχοντας ακόμα στο μέτωπό μου πούδρα. Στο καλάθι με τα άπλυτα αμέσως βρίσκεται και την επόμενη στα σκοινιά από την απλώστρα. Και τελευταία θα ήθελα να βρω τα μαγιό και να μην αγχωθώ πότε θα τα βάλω. Να μην αγχωθώ πότε θα τα βρέξει η αρμύρα.
Κι όλο κοιτάω την ντουλάπα κι όλο λέω θα την τακτοποιήσω.
24/04/2020
Τεσσαρακοστή πέμπτη μέρα στο σπίτι.
Έκανα ντουζ κι άνοιξα την ντουλάπα. Διάλεξα εσώρουχα χωρίς δαντέλες και μπανέλες. Μετά τράβηξα ένα κολάν, μία κοντομάνικη μπλούζα κι ένα ζακετάκι. Δεν είχα όρεξη να βάλω τίποτε άλλο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Καλούτσικη ήμουν. Η ρίζα ήθελε βάψιμο και το φρύδι βγάλσιμο. Δεν μπορούσα να κάνω και πολλά. Έβαλα ένα κόκκινο κραγιόν. Φόρεσα το αμάνικο μπουφάν, πήρα και το μικρό σακίδιο πλάτης κι έφυγα.
Στον δρόμο έστειλα το πρώτο μου μήνυμα. Τις υπόλοιπες φορές, που χρειάστηκε να βγω, έγραφα μια χειρόγραφη φυλλάδα. Μου άρεσε η διαδικασία. Νόμιζα ότι ξόρκιζα το κακό. Λέξη προς λέξη. Αλλά σήμερα είπα· όπου να ‘ναι θα λήξει η καραντίνα και γω δεν θα ‘χω στείλει ούτε ένα μήνυμα.
Τρεις βδομάδες πάνε από τότε που είχα δώσει αίμα και είχα περάσει απ΄ το κέντρο. Όχι, ότι μου έλειψε δηλαδή, το Ερμιόνιο, η πλατεία, το ρολόι. Κανένα ρίγος, καμιά συγκίνηση. Αλλά νά κάπως συνειδητοποίησα πού ζω. Μια θάλασσα;
Στον δρόμο συνάντησα κόσμο. Έκανε καλό καιρό σήμερα. Έφτασα μέχρι τη Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκεί όπου έχει φαρμακείο η φίλη μου. Έσπρωξα την πόρτα, μπήκα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Χωρίς γάντια, χωρίς μάσκα.
Μετά από τόσο καιρό…
25/04/2020
Τεσσαρακοστή έκτη μέρα στο σπίτι.
Σάβββατο βράδυ. Άνοιξα την ντουλάπα και τράβηξα ένα μαύρο κολάν και ένα μαύρο φανελάκι. Ναι, αν έβγαινα απόψε μαύρα θα φορούσα-ίσως το μαύρο μου φόρεμα και την καπαρντίνα. Μετά άνοιξα το ψυγείο και πήρα μια μπύρα, ύστερα άλλη, ύστερα κι άλλη και πιο μετά κι άλλη.
Κάπου αρχές Δεκέμβρη, όταν έκανε τα πρώτα μεγάλα κρύα και όταν τα πρώτα χριστουγεννιάτικα στολίδια είχαν βγει και ιδιαιτέρως τα αγαπημένα μου λαμπάκια, είχαμε πάει με την αδερφή μου στην αυλή ψυχιατρείου. Έτσι, λέμε το μπαρ, που συχνάζαμε. Γα ευνόητους λόγους, δεν θα σας αποκαλύψω το πραγματικό του όνομα, αλλά σίγουρα του ταιριάζει αυτό που του εφηύραμε. Στην αυλή ψυχιατρείου λοιπόν, κόσμο πολύ δεν είχε. Πίναμε και μόλις άδειαζε το ποτήρι, απλά μας το γέμιζαν χωρίς να μας ρωτήσουν. Αυτά είναι τα καλά του να σε γνωρίζουν σε ένα μπαρ. Δεν χρειάζεται καν να μιλήσεις. Μετά από μερικές μπύρες, διατυπώθηκε ο παρακάτω διάλογος:
-Έλεν, αντέχεις;
-Ναι, άλλη μία μπύρα μπορώ!
-Δεν μπορείς!
-Όχι, μπορώ να πιω κι άλλη…
-Δεν θα την πιεις, θα σε πιει!
-Μπορώ!
-Έλεν, πρέπει να φύγουμε.
-Το πορτοφόλι μου ξέρεις πού είναι…
-Μην ανησυχείς, τα κανόνισα.
-Άρα, τότε μπορούμε να ξεκινήσουμε απ΄ την αρχή!
-Ποια αρχή; Έχεις φτάσει στο τέλος, το τερμάτισες, δεν μπορείς άλλο!
-Μπορώ!
-Δεν μπορείς!
-Μπορώ!
-Ωραία, αφού μπορείς πες μου ποιος είναι ο πιο ωραίος εδώ μέσα!
-Όλοι τρελοί μου φαίνονται.
-Εντάξει, τότε με έπεισες, συνεχίζουμε!
Κάπως έτσι και σήμερα.
26/04/2020
Τεσσαρακοστή έβδομη μέρα στο σπίτι.
Κι όλο κοιτούσα την ντουλάπα κι όλο έλεγα θα την τακτοποιήσω. Και σήμερα έγινε αυτό που ανέβαλα όλη τη βδομάδα. Μάζεψα τα χειμερινά, κατέβασα τα ανοιξιάτικα, τα καλοκαιρινά. Κι η διάθεσή μου έφτιαξε, αμέσως.
Εντάξει, δεν φοριούνται τώρα όλα όλα, αλλά όταν θα λήξει η καραντίνα, τότε ναι, σίγουρα!
Μόνο τα αμπιγέ δεν έκανα. Αυτά κι αν είναι πεταμένα λεφτά. Όλα φορεμένα από μια φορά. Γιατί εντάξει, σκίζομαι να τρέχω και στις επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις…
Και έτσι όπως τακτοποιούσα τα ρούχα, βρήκα μία μπλούζα που έμοιαζε με πεταλούδα. Κεντημένη ολόκληρη με παγιέτα ασημί και μπλε που στο φως φαίνεται μοβ και λίγο πράσινη.
Δώρο. Μου την είχαν φέρει από ένα ταξίδι στην Αίγυπτο. Δεν θυμάμαι να τη φόρεσα.
Και τώρα σκέφτομαι…
Να εγκαινίαζα τη λήξη της καραντίνας με αυτήν την μπλούζα;
Το μόνο που με σταματά είναι μήπως με πιάσει καμιά απόχη και μπω σε κάποια ιδιωτική συλλογή και τζάμπα τόση χαρά.
Πάλι αιχμάλωτη και μάλιστα ταριχευμένη!
Ελένη Γκόρα