Ξεκινήσαμε των Φώτων και προτιμήσαμε την Παλιά Εθνική Οδό. Πρώτη στάση στον Πεντάλοφο για να θαυμάσουμε το άγαλμα της Γυναίκας της Πίνδου και να δούμε τα πετρόχτιστα σπίτια, που με περίσσεια φροντίδα έχτισαν οι περίφημοι μάστορες της πέτρας.
Στη συνέχεια ο δρόμος είχε πολλές στροφές, όμως το τοπίο δεν το αντάλλασσες για κανένα ίσιο κομμάτι δρόμου.
Δεύτερη στάση στην Κόνιτσα για φαγητό. Ψητά της ώρας που σου έσπαγαν τη μύτη. Και μετά το γιοφύρι της Κόνιτσας. Όμορφο, ψηλό κι από κάτω να κυλάνε τα γαλάζια και κρύα νερά του Αώου. Κι ήταν η καλύτερη εισαγωγή για το τι θα επακολουθούσε…
Μετά πάλι στο αυτοκίνητο για να πάμε στο Πάπιγκο. Περάσαμε μέσα από χωριά με καλύτερο την Αρίστη, χωρίς ακριβώς να θέλω να ξεχωρίσω κανένα. Τα χριστουγεννιάτικα στολίδια με τα λαμπάκια και τα κλαδιά από έλατο σε έκαναν να νιώθεις μερικές νότες ευτυχίας κι ας είχαν περάσει τα Χριστούγεννα!
Εκείνη την ημέρα είχε ηλιοφάνεια. Έτσι, μπορέσαμε να θαυμάσουμε τον ροζ ουρανό κατά τη δύση. Μια καταπληκτική στιγμή στην οροσειρά της Γκαμήλας ή αλλιώς Τύμφη, όπου ο ουρανός έμοιαζε με ζαχαρωτό.
Και νά σου το Πάπιγκο και από τη μία του πλευρά, να ορθώνονται οι Πύργοι του, η Αστράκα! Στενά δρομάκια, καλντερίμια, πετρόχτιστα σπίτια και σκεπές. Εκεί θα μέναμε, κι αν είχε χιόνι θα ήταν παραμυθένιο.
Δεύτερη μέρα βόλτα στα Ζαχοροχώρια. Μικρό Πάπιγκο, Κολυμπήθρες, Βοϊδομάτης, ως και στα σύνορα με την Αλβανία φτάσαμε, τη Μολυβδοσκέπαστη, το χωριό του Κάρολου Παπούλια. Για φαγητό προτιμήσαμε ένα καφενείο στην Κλυδωνιά.
Τη Δρακολίμνη την αποφύγαμε, γιατί ήθελε τέσσερις ώρες περπάτημα για να πάμε και τέσσερις για να γυρίσουμε. Και απροπόνητοι και με αυτόν τον καιρό θα ήταν μια σκέτη τρέλα!
Τρίτη μέρα ιστορική περιήγηση στα σημαντικότερα μνημεία, όπου γράφτηκε το έπος του ’40. Στον Τύμβο της Γκραμπάλας, στο Μνημείο του Έλληνα Μαχητή, στο Στρατιωτικό Μουσείο, στη σπηλιά-στρατηγείο του Χαράλαμπου Κατσιμήτρου.
Παραθέτω μια ιστορία καθώς και τα λόγια ενός βοσκού που συναντήσαμε:
“Αν δεν ξέρεις ιστορία, δεν μπορείς να διδάξεις ιστορία”.
Μόλις μπήκαμε στο χωριό Καλπάκι, εδώ που γράφτηκε το έπος του ’40, παρκάραμε το αυτοκίνητο. Θέλαμε να επισκεφτούμε το Μνημείο του Έλληνα Μαχητή. Ένα μπρούτζινο άγαλμα ενός στρατιώτη αφιερωμένο σε αυτούς που θυσιάστηκαν.
Καθώς το παρατηρούσαμε, έτσι επιβλητικό και υπερφυσικού μεγέθους που ήτανε, κάποιος από την παρέα έσκυψε να χαιρετίσει έναν βοσκό.
-Γεια σου πατριώτη, τον χαιρετάει.
-Γεια σας και σε εσάς παιδιά!
Μέχρι να γυρίσουμε από την άλλη, είχε ανέβει στο μνημείο.
-Από πού είστε;
-Από Κοζάνη, του απαντάμε.
-Ωραία, μας λέει, θα σας ξεναγήσω εγώ!
Ηλιοκαμένος, απροσδιόριστου ηλικίας με σγουρά μαύρα μαλλιά και μερικές καφέ ανταύγειες, ρυτίδες στα μάτια και μακριά μούσια. Τα ρούχα του ήταν λασπωμένα, και παρά το κρύο ήταν ελαφριά ντυμένος. Στην τσέπη του φούτερ είχε ένα μικρό μπουκάλι.
“Εδώ που λέτε παιδιά, στο Καλπάκι, στην Γκραμπάλα, έγιναν άγριες μάχες. Βομβαρδισμοί. Έπεσαν πολλά παλικάρια. Εκατόν είκοσι οστά φυλάσσονται κάτω από αυτόν τον στρατιώτη. Νά για αυτό κοιτάει το άγαλμα προς τα αλβανικά βουνά! Νά εκεί που είναι γραμμένο το ΟΧΙ με πέτρες. Είναι και από την άλλη πλευρά με μεγαλύτερες. Κι άμα κοιτάξετε πίσω σας, θα δείτε το παλατάκι της Φρειδερίκης. Εκεί μεγάλωσαν όσα παιδιά έμειναν ορφανά. Κι όλα τα έργα που έγιναν, έγιναν επί Παπαδόπουλου. Εγώ δεν θα σας το κρύψω. Είμαι ακροδεξιός, όχι χρυσαυγίτης, οι χρυσαυγίτες ρίχνουν ξύλο. Και πιο πολύ είμαι βασιλικός. Τον Κούλη δεν τον πάω, είναι για μπάτσες. Δεν ξέρετε πόσα παλικάρια πολέμησαν εδώ και πόσα γύρισαν από εκεί ακρωτηριασμένα. Αν δεν ήταν αυτά τα παλικάρια, δεν θα ήμασταν εδώ τώρα. Πονεμένος τόπος… Στα βουνά ακόμα έχει χαρακώματα, νάρκες, κράνη. Όταν είχε πιάσει φωτιά το βουνό, η πυροσβεστική δεν πήγαινε. Ακούγονταν εκρήξεις. Ε, οι Ιταλοί νόμιζαν θα περάσουν για λίγο από εδώ και θα προχωρήσουν. Κι όχι μόνο τα παλικάρια μας τους έδιωξαν από εδώ, αλλά τους έσπρωξαν προς τη σημερινή Αλβανία. Εκεί κι αν χύθηκε αίμα…Όμως, όσοι πολέμησαν ήξεραν από μάχες σώμα με σώμα. Ε, λοιπόν, έχετε να με κέρασετε ένα τσιγάρο;”.
Βγάζω δυο τσιγάρα από το πακέτο και κάνει να μου προσφέρει λίγο τσίπουρο από το μπουκάλι, που είχε στην τσέπη του. Αρνούμαι ευγενικά.
-Αυτό είναι το φάρμακο για τον κορονοϊό…
Αν είχα λίγο χιούμορ, θα απαντούσα:
-Αυτό είναι το φαρμάκι για τον κορονοϊό, αν απ’ το ίδιο μπουκάλι πιούμε.
Ωστόσο, το ζήλεψα. Θα ήταν ό,τι έπρεπε για να νιώσω τη φωτιά στον λαιμό.
Και μετά έφυγε.
Μέχρι να μπούμε στο αυτοκίνητο και να κατέβουμε κάτω στον δρόμο, είχε φτάσει ήδη με τα πόδια.”
Κι έπειτα εξερεύνηση των γιοφυριών με σημαντικότερα του Κόκκορη και το Καλογερικό. Πολύς κόσμος για φωτογραφίες και σέλφι με θέα τα απότομα βράχια και το καθαρό νερό. Ωραίο και το Κουκούλι με το μοναδικό καφενείο. Εκεί έδρασαν οι Βικογιατροί, οι περίφημοι! Κατέβαιναν στον Βίκο και μάζευαν βότανα για τη γιατρεία κάθε νόσου. Το φαγητό στη Βίτσα εξελίχθηκε σε αποτυχία. Όχι, ότι δεν ήταν καλό, αλλά όχι και τόσο παινεμένο…
Επιστροφή στο Πάπιγκο και επιτραπέζια μέχρι αργά στον ξενώνα, διότι τα καφέ διώχνουν τους πελάτες από τις εννιά το βράδυ!
Τέταρτη μέρα, αφήσαμε το δωμάτιο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, Προτού φτάσουμε στα Γιάννενα σταματήσαμε στο Μονοδένρι για να επισκεφτούμε το εκθετήριο από το Ριζάρειο Ίδρυμα και να θαυμάσουμε τα κομψοτεχνήματα λαϊκής τέχνης χαλιά, κεντήματα, ρούχα, σεμεδάκια… Δεν παραλείψαμε να επισκεφτούμε και την έκθεση φωτογραφίας του Fred Boissonas με εικόνες από όλη την Ελλάδα την περίοδο 1900-1930. Ό,τι καλύτερο έχω δει σε ασπρόμαυρη φωτογραφία με το ελληνικό φως να ξεχύνεται και να φωτίζει άσχημες και όμορφες πλευρές της χώρας και των ανθρώπων της.
Η πίτα, που φάγαμε κι αυτή ήταν υπερτιμημένη. Αν μάθει η μαμά μου πόσο έκανε το κομμάτι, θα στεναχωρηθεί πολύ.
Πρώτο ταξιδιωτικό κείμενο για το 2022 και δεν μένει παρά να ευχηθώ…