Συνέντευξη στη Δέσποινα Αμαραντίδου για το #together
Η ανάδειξη του διαδικτύου σε κύριο μέσο άντλησης πληροφοριών και γνώσεων, οι έντονοι ρυθμοί ζωής, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου και η διάθεσή του σε μορφές που δεν απαιτούν την καταβολή προσπάθειας, η καταναγκαστική και χρησιμοθηρική σχέση που αναπτύσσουν οι άνθρωποι με το βιβλίο στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που έχουν μειώσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Και τώρα τι γίνεται; Σαν πολύ σοβαρά δεν είναι τα πράματα;
Τι γίνεται; Μα καλά, δεν το πήρατε χαμπάρι; Η λογοτεχνία έχει δύο σπίτια πια. Το πρώτο της, το μεγάλο, το άνετο, το διαμπερές, το ευάερο και το ευήλιο-καλά δεν το συζητώ-χρόνια και χρόνια τώρα είναι στην οδό ” Έντυπο”. Το δεύτερο όμως, είναι στην οδό “www” . Κι αν δεν διαβάζετε πολύ ή είστε ακόμα επιφυλακτικοί για το αν η λογοτεχνία ζει καλά στο “www”, έχω να σας προτείνω εγώ ένα απόσπασμα ή καλύτερα πρωτόλειο, όπως λέει και η ίδια, από το τρίτο e-book της Ελένης Γκόρα με τίτλο “μαμά μου” που θα κυκλοφορήσει από τις ηλεκτρονικές εκδόσεις 24grammata, σειρά εν καινώ. Και ελάτε να συζητήσουμε μετά το “να διαβάζει κανείς ή να μην διαβάζει”.
Η Ελένη Γκόρα γεννήθηκε το 1988 στην Κοζάνη, οπού ζει και εργάζεται ως Φιλόλογος και ως ες εκπαιδεύτρια Δημιουργικής Γραφής. Ασχολείται εθελοντικά με την ΑΡΣΙΣ-Κοζάνης και όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει συγγραφέας.
απόσπασμα από το βιβλίο μαμά μου:
Πώς με τόνο
Άλλη μία φορά να με ρωτήσει γιατί γράφω, δεν ξέρω και ‘γω τι θα γίνει!
Δεν θα φάω ξανά μπισκότο της ακόμα κι αν έχει βγει μόλις απ’ τον φούρνο.
Δεν θα φάω ξανά μπισκότο της που να το φέρνει κάτω απ΄ τη μύτη μου και να με παρακαλάει να το δοκιμάσω!
Όχι, δεν θα ξαναφάω. Το λέω και το εννοώ.
Καλά θα ήταν, αλλά από απειλές και από μεγάλα λόγια είμαι άλλο τίποτα.
-Έλεν, γιατί γράφεις;
Μαμά μου! Τι να της απαντήσω;
Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί. Ίσως γιατί δεν μου ταιριάζει κάτι άλλο να κάνω, ίσως γιατί έτσι θέλω να περνάω την ώρα μου, ίσως γιατί έτσι κυλάνε απ’ τα χείλια μου πολλά ψέματα και μερικές αλήθειες, πολλές αλήθειες και μερικά ψέματα ανάλογα με την περίπτωση. Τίποτε όμως απ΄ όλα αυτά δεν είναι μια καλή απάντηση. Αν κιόλας της πω ότι γράφω γιατί έτσι την βρίσκω, τότε είναι που θα πειστεί 100% -με το δίκιο της- ότι έχει μία κόρη τρελή κατά κόσμον και θεότρελη κατ’ οίκον. Μικρή η διαφορά, δεν βαριέσαι! Αυτό όμως που δεν με ρώτησε ποτέ ούτε αυτή. ούτε άλλος κανείς είναι το πώς. Το γιατί δεν πρέπει να νοιάζει κανέναν, το πώς είναι το θέμα.
Πώς γράφω;
Με δυσκολία και υπερβολή. Χωρίς δικό μου σπίτι, χωρίς λεφτά. Γιατί καλό-χρυσό δεν θα το ‘λεγα- και το ιδιαίτερο, αλλά σταθερό και κερδοφόρο δεν είναι, ο καφές και τα τσιγάρα. Είναι μια εποχιακή και σκληρή δουλειά με άγχος και προετοιμασία. Χρειάζεται υπευθυνότητα, μεταδοτικότητα, γνωριμίες, επιτυχίες, ανταγωνιστικότητα, ουφ, αχ, λέλε και άντε πότε θα ‘ρθει το καλοκαίρι.
Το ‘πε και η Βιρτζίνια Γουλφ. Για να γράψει (=δημιουργήσει) μια γυναίκα και ο οποιοσδήποτε πρέπει να έχει λεφτά κι ένα δικό της/του δωμάτιο.
Πώς θα γίνει δηλαδή;