Δώρο καλοκαιριού
Αλλού ήταν φέτος να πάω διακοπές κι αλλού πήγα. Κοίταξα τον χάρτη κι αποφάσισα να πάω εκεί όπου έχω τις καλύτερες αναμνήσεις, εκεί που αν μπορούσα θα το διάλεγα ως μέρος για να ζήσω ή να παραθερίσω επί μακρόν. Μπήκα στο ίντερνετ, έκλεισα δωμάτιο, έφτιαξα βαλίτσα.
Μόλις έφτασα, έπαθα σοκ από τον πολύ τον κόσμο. Όχι, δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Τελοσπάντων, λέω από μέσα μου, θα την βρω την άκρη. Κι όταν λέω άκρη εννοώ τις δύο άκρες της παραλίας. Δεν μπορεί κάπου θα υπάρχει λίγη ησυχία.
Με αυτό για παρηγοριά έσυρα πίσω μου τη ροζ βαλίτσα μου και άρχισα να ψάχνω το ξενοδοχείο. Δεν ήταν μακριά από τη θάλασσα, ούτε ένα λεπτό. Καταπληκτικά, τουλάχιστον θα φορούσα το μαγιό μου, θα βουτούσα! Μου έδωσαν τα κλειδιά και μπήκα στο δωμάτιο. Όχι, πάλι λέω, δεν το αντέχω αυτό που βλέπω. Το δωμάτιο ήταν τόσο μικρό σαν σπιρτόκουτο. Καμία σχέση με τις φωτογραφίες που είχαν ανεβασμένες στο booking. Δηλαδή, δεν το ανέφεραν καν ως πιθανότητα.
Ξεφύσηξα! Για άλλη μια φορά είπα δεν πειράζει, αφού θα ήμουν όλη μέρα στην παραλία. Προχωράω μέσα στο σπιρτόκουτο κι ανοίγω τις μπαλκονόπορτες. Τουλάχιστον, ας έχει ένα μπαλκονάκι. Αμ, δε! Μόνο ένα σχοινί για τα ρούχα. Βγαίνω στη ρεσεψιόν με κοιτάνε αλαφιασμένη, μου λένε «Μπορείτε να βγαίνετε σε αυτήν την αυλή…», μου δείχνουν με το χέρι. Κοινόχρηστη αυλή, κοινόχρηστη. Άιντε, camping να γίνει! Κι έτσι κάθε πρωί άνοιγα την πόρτα από το δωμάτιο, διέσχιζα έναν διάδρομο και έβγαινα να πιω το γάλα και να φάω τα μπισκότα μου φορώντας τις πιτζάμες μου. Σιγά που θα ντυνόμουν για πέντε λεπτά!
Τις επόμενες μέρες λίγο ο ήλιος, λίγο η θάλασσα μου έφτιαξαν το κέφι. Μου γιάτρεψαν κάθε στεναχώρια και ματαίωση που κουβαλούσα μέσα μου κι άρχισα να ψάχνω διεξόδους. Είδα πως στο λιμανάκι υπήρχε ένα ψαροκάικο. Ενθουσιάστηκα! Πάω να ενημερωθώ για τις τιμές και τα δρομολόγια. Το εισιτήριο ακριβό. Δεν βαριέσαι, θα τα ‘δινα! Και πραγματικά ήμουν διατεθειμένη να πληρώσω τα ναύλα μόνο και μόνο για να πάω στο μικρό νησάκι, που τόσα χρόνια δεν είχα καταφέρει να πάω. Και περίμενα και περίμενα και κόσμος δεν συγκεντρωνόταν…
Ύστερα, το πήρα απόφαση. Εκδρομή με το ψαροκάικο δεν είχε. Πήγα για αυτοκίνητο. «Συγνώμη, κυρία δεν μας έχει μείνει κανένα!». Τους ευχαρίστησα για την πίκρα και σβάρνισα τη σαγιονάρα μου μέχρι το εξαιρετικά σκιερό κι απομονωμένο γενικά εστιατόριο που βρήκα. Σκέφτηκα, εδώ θα φάω καλά! Παρήγγειλα χωριάτικη, μια φέτα τυρί, μια μερίδα σπετσοφάι και μια λεμονάδα.
Αφού χόρτασα τη λαιμαργία μου κι όχι τόσο την πείνα μου, πήγα κι έκατσα σε ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο και κοιτούσα το γαλάζιο. Ήταν καλά. Εκείνη την στιγμή αποφάσισα να συμβιβαστώ με την κατάσταση και να μην γίνω άλλο γκρινιάρα. Είχα όσα ήθελα. Θάλασσα, ήλιο, βιβλία στην τσάντα. Δεν τα έχω και κάθε μέρα όλα όλα αυτά! Και εκεί που οι σκέψεις μου είχαν γίνει επιτέλους πιο ζωηρές και λαμπερές, άκουσα ξαφνικά ένα:
-Ελένη;
Απίστευτο! Μπροστά μου στεκόταν ολόρθος ένας από τους πιο αγαπημένους μου Έλληνες συγγραφείς. Και δεν θα γράψω ποιος παρά μόνο θα δώσω ένα στοιχείο για να λύσετε το αίνιγμα και όσες και όσοι δεν έχετε διαβάσει τα βιβλία του να τα αναζητήσετε:
Έλληνας συγγραφέας που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 2021
……………………………………………………………………………………….
Ήταν το δώρο, που μου έφερε το φετινό αναπάντεχο καλοκαίρι.
Καλές διακοπές!