Σε ένα απόμερο σχετικά μέρος μια παρέα μαζεύτηκε για να πιει καμιά μπύρα. Δεν είχαν κανονίσει τίποτα όλοι μαζί. Απλά ένας ένας κατέφθανε και ενημέρωνε κι από κανέναν φίλο. Η ώρα είχε περάσει. Θα ήταν θυμάμαι, λίγο μετά τις εννιάμιση.
Κι ενώ είχαν έρθει σε κέφι, ξαφνικά ένας από την παρέα λέει:
-Ε, το ηχείο να κλείσει!
-Γιατί ρε συ;
-Γύρνα να δεις.
Και μια ομάδα ΔΙΑΣ με τους φακούς κοντοζύγωνε.
-Το ξέρετε ότι απαγορεύεται η συνάθροιση; Πάρτι έχετε; ρωτάει ένας από την ομάδα.
-Ό,τι και να πείτε έχετε δίκιο, αλλά πάρτι δεν έχουμε, απαντάει μια κοπέλα από την παρέα.
-Γνωρίζεστε;
-Όχι, τυχαία βρεθήκαμε όλοι μαζί!
-Τυχαία; Και δεν γνωρίζεστε δηλαδή;
-Όχι, εγώ νά εδώ με τη φίλη μου είχα έρθει. Περπατήσαμε και καθίσαμε να ξεκουραστούμε και με τη συζήτηση ξεχαστήκαμε.
-Τις τσάντες σας τώρα!
Και φοράνε τα γάντια έτοιμοι να ψάξουν τις τσάντες. Αρχίζουν από τις γυναικείες. Βγάζουν ό,τι έχει και δεν έχει μέσα. Ταυτότητες, κλειδιά, πορτοφόλια, χαρτομάντιλα, αντισηπτικά, κραγιόν, μολύβια, τσαλακωμένες αποδείξεις, σκουλαρίκια, φουλάρια, ώσπου πιάνουν ένα βρακί. Το σηκώνουν ψηλά και το φωτίζουν με τον φακό.
-Αυτό τι είναι;
-Εσώρουχο.
Και εκείνη την ώρα καταφτάνω και εγώ με μια εξάδα μπύρες, που είχα πεταχτεί να πάρω.
-Α, έρχονται κι άλλοι! κάνει ένας.
Μένω κόκαλο. Ωχ, γαμώ την γκαντεμιά μου!
-Ό,τι και να πείτε έχετε δίκιο, απαντάω εγώ. Αλλά γιατί κρατάτε αυτό το εσώρουχο ψηλά; (ουπς, αυτό μου ξέφυγε!)
-Την τσάντα σας!
-Ορίστε, κάνω και τείνω την τσάντα προς το μέρος τους.
Ψάχνουν, ψάχνουν τα βγάζουν ένα ένα και με πιάνει μια επιθυμία να μιλήσω. Έχω μια κακιά συνήθεια να πετάω κάτι μαργαριτάρια στις πλέον ακατάλληλες στιγμές και συνθήκες.
Λοιπόν, δεν ξέρω τι ψάχνετε, αλλά πέσατε στα λάθος άτομα. Τυχαία βρεθήκαμε, δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας, βγήκαμε να πάρουμε αέρα. Ξέρετε υπάρχουν άνθρωποι που βιώνουν δύσκολα αυτήν την κατάσταση; Προέρχονται από οικογένειες με προβλήματα, μένουν σε μικρά σπίτια, είναι άνεργοι, δεν έχουν λεφτά, δεν έχουν όνειρα. Βγαίνουν έξω για να μην ξεχάσουν ότι είναι άνθρωποι. Υποφέρουν. Αυτό έκαναν και πριν, αυτό κάνουν και τώρα. Μπορεί κάποιος ανάμεσά μας να το βιώνει πολύ δύσκολα όλο αυτό. Μπορεί να φλερτάρει με την κατάθλιψη κάθε μέρα. Αφήστε μας να φύγουμε.
Και ευτυχώς τα είπα από μέσα μου, γιατί είχα κοκαλώσει.
-Δεν σας αφήνουμε να φύγετε, αν δεν πείτε ποιος άλλος θα έρθει!
-Δεν γνωρίζουμε, απαντάνε τώρα όλα τα αγόρια.
-Δώστε μας ονόματα!
-Δεν ξέρουμε…
-Πάρτε τηλέφωνα τώρα!
Ένας από την παρέα παίρνει τηλέφωνο κάποιον, ποιον δεν ξέρουμε. Είπαμε ο καθένας προσκαλούσε, όποιον ήθελε.
-Έλα, ρε μαλάκα, θα ‘ρθεις; Σε περιμένουμε τόση ώρα κι αντί για σένα ήρθε η ομάδα ΔΙΑΣ. Έλα, γιατί αν δεν έρθεις δεν θα μας αφήσουν να φύγουμε, θα μας γράψουν κιόλας! Δεν έχουμε και λεφτά να πληρώσουμε!
Και περιμέναμε να έρθει και περιμέναμε και περιμέναμε. Τελικά, βαρέθηκε και η ομάδα ΔΙΑΣ να περιμένει και μας άφησε να φύγουμε.
-Σε ένα λεπτό να εξαφανιστείτε! Και μην αφήσετε κανένα σκουπίδι!
Κι όλοι φύγαμε από διαφορετικό δρόμο. Κανένας δεν χαιρέτησε κανέναν.
Οι εντολές, είναι εντολές, αλλά κι αυτήν η Άνοιξη τόσο γλυκιά!