Απόψε θα τη βγάλω στο λιμάνι.
Πάει και τελείωσε. Όλα τα ‘χω κανονίσει. Και πού θα φάω και πού θα πιω και πού θα πάω για πιπί. Το Baygon δεν κάνει τίποτα!
Σημάδι ξέρω καλό. Την πετυχαίνω την κατσαρίδα. Την κάνω άσπρη με τον αφρό, μα αυτή δεν λέει να φύγει από τούτον ‘δω τον κόσμο. Συνεχίζει να κόβει βόλτες αμέριμνη μέσα στο σπίτι.
Μαστούρωσα εγώ αντί για ‘κείνη. Εκσφενδονίζω τη σαγιονάρα. Ξώφαλτσα την πετυχαίνω. Να τη λιώσω δεν μπορώ, μου ΄ναι αδύνατον. Αυτό το κρατς, αηδιαστικό! Ούτε μύγα δεν έχω σκοτώσει.
Και αφού για εξολοθρευτής κατσαρίδας δεν κάνω -με παππού και προπάππου κυνηγό, απ’ αυτούς που καρφίτσωναν τα αυτιά των λαγών σε τοίχους- απόψε θα τη βγάλω στο λιμάνι.
Να ζήσουν οι κεραίες της κατσαρίδας!