Χρόνια Πολλά, Σοφία!
Το κορονοπάρτι είχε σχεδιαστεί από τα τέλη Μαρτίου.
Είχαν βρει το μέρος, είχαν κάνει λίστα με τα ψώνια.
Κι όταν έβγαλε προσφορά τις μπύρες το σούπερ μάρκετ πήγαν και τις πήραν. Όλα ήταν σχεδόν έτοιμα. Για την τελευταία μέρα είχαν αφήσει τα φαγητά και την τούρτα. Τα φόρτωσαν όλα στο αυτοκίνητο ακόμα και τα μπαλόνια με τα φωτάκια και τα καπελάκια. Πήγαν στο πιο απόμερο μέρος που είχαν βρει και άρχισαν να το βολιδοσκοπούν, προτού αρχίσουν να στήνουν τα πράγματα.
Όμως, ένα ένα τα σημάδια έλεγαν πως δεν ήταν καλή ιδέα.
Η πόρτα για πρώτη φορά ήταν κλειστή με ένα σύρμα-εύκολα παραβιαζόταν. Απ’ έξω ήταν παρκαρισμένο ένα πολύ ακριβό αυτοκίνητο. Σίγουρα δεν ανήκε σε κάποιον περιπατητή. Οι περιπατητές είτε πάνε με τα πόδια είτε έχουν άλλο όχημα. Όχι, πάντως αυτό!
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο και ψάχνουν για πουθενά αλλού. Πιο κάτω ήταν ένας μπάτσος. Έκοβε βόλτες με το περίστροφο στη ζώνη. Τον αποφεύγουν και αποφασίζουν να ανέβουν για μία ακόμη φορά. Το πολυτελές αυτοκίνητο ήταν ακόμη εκεί. Διάφοροι περαστικοί περνούσαν. Κάποια στιγμή άκουσαν και μία σειρήνα. Τότε σιγουρεύτηκαν πως έπρεπε να φύγουν.
Η τούρτα είχε λιώσει μέσα στο αυτοκίνητο, το πάρτι είχε καταστραφεί. Τα γενέθλια θα γιορταζόταν τη μέρα της λευτεριάς.
Ή μήπως τα καλά τα παλικάρια, ήξεραν κι άλλο μονοπάτι;