Είμαι ο Θεοφάνης Παπασταύρος, ή σκέτο “Φάνης” και πριν από οτιδήποτε άλλο, θεωρώ υποχρέωσή μου να σου
εξηγήσω πως είμαι παιδί διαμάντι. Θα σου έλεγα “το καλύτερο του χωριού”, αλλά δεν ξέρω πόσο ακριβώς πλη-
θυσμό έχει το χωριό σου και δε θα ’θελα να φανώ υπερβολικός, αφού −ως γνωστόν− η σεμνότητα είναι ένα
από τα εκατοντάδες χαρίσματά μου! Τώρα, πώς την πάτησα, πώς έμπλεξα, πώς έπεσα στη λούμπα, είναι ένα ζήτημα που ελπίζω να το αποκαλύψει κάποτε η επιστημονική έρευνα. Αν ήμουν μικρόψυχος και συνηθισμένος ανθρωπάκος,
θα έλεγα πως μου την είχε στημένη ο ανάδρομος Ερμής, έτσι για να μου τη σπάσει και να με εκθέσει ή θα το
έριχνα στην ατυχία, κοινώς στην γκαντεμιά. Αυτή η τελευταία λέξη, πάντως, ποτέ δε μου άρεσε. Με τη χρήση
τόσων συμφώνων, απλώς δε …συμφωνώ. Είναι μια λεκτική υπερβολή, για να καλύψει κανείς το γεγονός ότι το
κεφάλι του είναι κούφιο και ακούγεται αντίλαλος! Δε συμφωνώ επίσης με τον όρο “αστάθμητοι” παράγοντες, λες και υπάρχουν και άλλοι “σταθμισμένοι” και σίγουροι! Γι’ αυτό ακριβώς στεναχωριέμαι και δυσκολεύομαι. Αν ένας άνθρωπος έξυπνος και ευέλικτος, σαν γάτος στα κεραμίδια, μπορεί να πάθει ζημιά στα καλά καθούμενα, φαντάσου −λέει− τι θα μπορούσε να συμβεί σε κάποιον που είναι κολοκύθας! Είπαμε όμως… Η επιστήμη κάποτε θα λύσει το μυστήριο! Σημασία έχει πάντως πως κάπως τα βόλεψα πάλι! Πάντα κάπως τα βολεύω. Δε θέλω να σου φανεί αυτό εγωιστικό και κενόδοξο. Η κενοδοξία είναι για τους άλλους.
Όταν μιλάμε για τον Φάνη, απαιτούνται πιο μεγαλοπρεπείς και πιο εύηχες λέξεις.Για να μη μακρολογούμε όμως, καθώς μισώ πραγματικά τη φλυαρία, πάμε κατευθείαν στα γεγονότα εκείνης της παράξενης νύχτας. Κατέβαινα την οδό Σίνα και στη γωνία με τη Σόλωνος, έξω από τη Νομική Σχολή, νιώθω ξαφνικά κάτι μαύρο να κινείται πίσω από τον κάδο και τον σωρό των σκουπιδιών. Μέχρι να πω “δικέ μου, μας την πέσανε” και να κάνω ένα μικρό αλλά εξαιρετικά χαριτωμένο σάλτο, ο τύπος με πλησίασε σβέλτα, άφησε στα χέρια μου ένα μικρό στραπατσαρισμένο πακέτο κι έστρεψε το σώμα του προς την άλλη μεριά να φύγει.“Δεν έχει άλλα, πες τους! Τα τελευταία! Άκουσες;” είπε καθώς χανόταν στο σκοτάδι. “Τι λες, ρε”, πήγα να πω, αλλά και να το έλεγα, θα το άκουγα μόνος μου, γιατί ο τυπάκος είχε γίνει άφαντος. Δεν ξέρω αν σου έχει μπει ποτέ στο δικό σου μυαλό, αλλά εγώ είμαι πια σίγουρος πως διαθέτω κάποιον αόρατο μαγνήτη και τραβάω από μακριά όλους τους “κατεστραμμένους”, τους “καμένους”, τους “βλαμμένους” και τους “χαμένους”. . .Σκέφτηκα πως κάποιο διαφημιστικό υλικό μου έδωσε. Αλλά και πάλι, το σχήμα του πακέτου με παραξένεψε. Απ’ έξω, αντί για άλλο περιτύλιγμα, υπήρχε αυτό το κιτρινοπορτοκαλί χαρτί που έχουν μερικοί φάκελοι μεγέθους Α4. Μόνο που αυτός εδώ ήταν διπλωμένος και είχε πάρει το σχήμα μικρού τούβλου, μάλλον λόγω του περιεχομένου. Βαδίζοντας έφτυσα πρώτα την τσίχλα μου κι έπειτα με τα δόντια έκοψα τη γωνία του πακέτου, για να δω τι στην ευχή είχε μέσα. Αν και ήταν μισοσκόταδο, το περιεχόμενο μ’ έκανε να γουρλώσω τα μάτια και αυτομάτως, χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού κοίταξα εξεταστικά γύρω μου να βεβαιωθώ πως ήμουν μόνος, την έκανα προς την Ακαδημίας και χώθηκα στο πρώτο ταξί που βρήκα. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα και μ’ είχε λούσει κρύος ιδρώτας, παρόλο που αλάνια σαν κι εμένα δεν ξέρουν τι πάει να πει φόβος. Αυτά είναι για τους άλλους!
Εγώ γεννήθηκα για όλα έτοιμος! Ας πούμε όμως πως συνέβαινε για πρώτη φορά, μια που οι εξαιρέσεις χρειάζονται πάντα για να επιβεβαιώνουν τους κανόνες. “Πού πάμε;” ρώτησε ο ταξιτζής κοιτάζοντας λοξά στον κεντρικό καθρέπτη.
Απόσπασμα από τα “Νυχτοπερπατήματα“. Διαβάστε τη συνέχεια της νουβέλας κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο .http://www.24grammata.com/?p=52804