Πρώτη φορά πήρε τον προαστιακό και κατέβηκε στο τέρμα.
Μπάνιο στον Άγιο Βασίλειο, γιατί όχι; Ίσως οι τσούχτρες να χόρτασαν.
Και κολυμπούσε και κολυμπούσε και πήγαινε προς τα μέσα κι άλλο μέσα, ένα τσιμ και μέσα κι άλλο μέσα και κολυμπούσε και κολυμπούσε και έξω κι άλλο έξω και ωχ, κάτι την ενοχλούσε, η ιδέα της θα ήταν, τι ωραία που περνούσε!
Με το που βγήκε κατάλαβε ότι την είχε τσιμπήσει τσούχτρα. Πανικός, ταραχή, ξύσιμο, φαγούρα. Πάει και τελείωσε. Θα έβγαζε το δέρμα της να σωθεί. Όλος ο Κορινθιακός γεμάτος. Ε, ναι σιγά μη γλίτωνε! Αλλά είπε να δοκιμάσει. Ένιωθε ότι ήταν η τυχερή της μέρα και νά που τελικά μια κυρά τσουχτράρα της τρύπησε το μπούτι.
Νισάφι πια! Να είναι σε μέρος κοντά στη θάλασσα και να μην μπορεί να κάνει ένα μπάνιο.
Άρχισε να ψάχνει για ψιλικατζίδικο. Ξεκίνησε απ’ την παραλία. Μια καφετέρια, ένα φαγάδικο, ένα μπιτσόμπαρο, μια ταβέρνα. Ε, πού στον άνεμο έχει ένα ψιλικατζίδικο; Πήρε τον ανήφορο. Λίγο ξύδι έψαχνε, θα έκανε καλό. Είχε διαβάσει ότι για το τσίμπημα της τσούχτρας η αμμωνία δεν κάνει. Άνθρωποι που έβαλαν αμμωνία πρίστηκαν, τουμπιάνιασαν, πήγαν νοσοκομείο.
Και ανέβαινε κι όλο ανέβαινε και πήγαινε κι άλλο πήγαινε με την πλάτη σκυμμένη και τα χείλη δαγκωμένα. Ξαφνικά άκουσε μια κοπέλα, που καθόταν πίσω από μία μπάρα, να λέει προφανώς ενοχλημένη που είδε κάποια να περπατάει στη μέση του δρόμου μόνο με το μαγιό:
-Καλά πού πάει αυτή έτσι; Από πότε η θάλασσα πήγε προς τα πάνω;
-Από τότε που νιώθω σέξι, της απάντησε και τίναξε μαλλί μ΄ αλάτι, ίσιωσε την πλάτη και συνέχισε να περπατάει σταυρωτά καμαρωτά αυτήν την φορά, μέχρι να βρει ξύδι και να κεράσει.
Μια εκεί που πονάει, μια εκεί που τσούζει.