Τα βλέφαρα της Άννας ανεβοκατέβαιναν νυσταγμένα όταν το κινητό της χτύπησε. Ήταν μήνυμα. Ήταν ο Άρης. «Συνάντησέ με αύριο στο πρώτο διάλειμμα. Θα σε περιμένω στο κυλικείο.» Ένα κύμα ενθουσιασμού την έκανε να βγάλει ένα πνιχτό γέλιο. Το ομορφότερο αγόρι του σχολείου την είχε προσέξει. Αύριο θα φρόντιζε να είναι πιο όμορφη από ποτέ! Έπεσε για ύπνο και ονειρεύτηκε τον γάμο τους. Το αγοράκι τους θα το ονόμαζαν Τζίμι. Ναι, Τζίμι! Σαν το γάτο της που είχε πεθάνει πέρσι.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε μες την τρελή χαρά. Είχε ντυθεί για το σχολείο μα έμοιαζε περισσότερο έτοιμη για clubbing. Βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Έβρεχε. Τα μαλλιά της κατσάρωσαν και φούντωσαν. «Γαμώ την τύχη μου!» φώναξε. «Στον Άρη αρέσουν τα ίσια μαλλιά και γω θα του εμφανιστώ σαν την σφουγγαρίστρα» μουρμούρισε στον εαυτό της. Μια φεράρι πέρασε βιαστικά από μπροστά της και σήκωσε ένα πελώριο κύμα λασπόνερων το οποίο κατευθύνθηκε στο καινούργιο της φόρεμα. «Όχι!» φώναξε. «Δεν βαριέσαι αν του αρέσω, ας του αρέσω και στα χειρότερά μου.» είπε και καμάρωσε με αυτοπεποίθηση.
Ο Άρης την περίμενε στο κυλικείο με βλέμμα γεμάτο αγωνία. «Με θέλει είναι ξεκάθαρο!» συλλογίστηκε η Άννα. «Άννα, θέλω να γνωριστούμε καλύτερα, να περνάμε χρόνο μαζί, με σένα, με τις φίλες σου!» Τι γλυκός… σκέφτηκε η Άννα. Ακόμα και με τις φίλες μου δεν έχει πρόβλημα. Πρέπει να είναι πολύ καψούρης, επιβεβαίωσε το εαυτό της. Θέλω να δώσεις αυτό το γράμμα στην φίλη σου την Ελένη, την παρακάλεσε. «Για μένα λέει;” «Ε…ναι, λέει και για σένα. Φεύγω τώρα έχω μάθημα. Σου χρωστάω χάρη!¨» «Τι εννοούσε αυτός τώρα; Α, περίεργα μας τα λέει! Εγώ τον άντρα το θέλω κυνηγό όχι κότα!»
Η Άννα πήγε το γράμμα στην Ελένη και της φώναξε να το διαβάσει δυνατά. «Ελένη, η φίλη σου η Άννα είναι τόσο καλή κοπέλα. Είμαι πολύ τυχερός που την έχω συμμαθήτρια. Την παρακολουθώ στα διαλείμματα, όταν τρώει, όταν περπατάει, ώσπου φτάνει σε σένα. Σε έχω ερωτευτεί. Είσαι πανέμορφη.» Η Άννα σήκωσε το βλέμμα της ντροπιασμένη και ούρλιαξε:
«Άμα είσαι γκαντέμης μέχρι και ο θεός έρωτας, διάβολος θα ‘ναι!»