Όλα ξεκίνησαν από μια φριτέζα.

Μέσα στο καταμεσήμερο μια χριστιανή στον τρίτο έκανε πατάτες. Η μυρωδιά είχε φτάσει μέχρι και το δικό μου σπίτι. Μπήκε απ’ τις πόρτες και τα παράθυρα. Πότισε τα ρούχα μου. Τι κι αν μας χώριζαν δυο πολυκατοικίες; Παράτησα ό,τι έκανα. Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα αυτό* ένα πιάτο τηγανητές πατάτες με τυρί και ρίγανη. Στην κατσαρόλα είχαμε φασολάκια.

Άνοιξα πάλι τα μάτια. Κρύφτηκα πίσω απ΄ την κουρτίνα. Θα βγαινα στο μπαλκόνι, αλλά δεν ήθελα να τις φέρω σε δύσκολη θέση. Ξέσπασε καβγάς.

Και δε μου λες κυρά μου, βγήκε μια κυρία από τον πρώτο, ποιος σου είπε να τηγανίσεις τέτοια ώρα; Μας ρώτησες αν αντέχουμε τη βρόμα σου; Βούλωσέ το, άρχισε η άλλη. Εσύ να το βουλώσεις και να πάρεις τον κώλο σου. Εμένα θα μου πεις να πάρω τον κώλο μου; Ναι, μωρή εσένα! Ακούς; Θα φωνάξω την αστυνομία. Και τι θα τους πεις; Ότι έκανα πατάτες; Ας γελάσω! Γιατί μπορείς; Εσένα δεν σου μιλάει κανένας στη γειτονιά, γιατί άραγε; Θα ανέβω πάνω μωρή, θα σε πνίξω. Για τόλμα και θα δεις!

Πήρε ένα πιάτο, κι άλλο πιάτο κι άρχισε να τα πετάει. Ήταν έτοιμη να πετάξει και τη φριτέζα. Την είχε βγάλει στο μπαλκόνι. Και βγαίνει ο άντρας της με τη φανέλα και της λέει: Μη, σε παρακαλώ, όχι τη φριτέζα! Άσε κάτω τη φριτέζα! Σκάσε μαλάκα, λέει η άλλη απ’ τον πρώτο. Για τη φριτέζα μαλώνουμε! Τέτοιες πατάτες ποτέ δεν έκανα στον δικό μου κι όλο μου το χτυπάει.

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *