Στην ακροθαλασσιά της μνήμης: Μια ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Γ. Μπετσάκου για τη μνήμη και τον χρόνο
“Στην ακροθαλασσιά της μνήμης” (2023) είναι ο τίτλος από την ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Γ. Μπετσάκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Κεντρικό θέμα της ποιητικής συλλογής του Μπετσάκου “Στην ακροθαλασσιά της μνήμης” είναι η απάντηση στο ερώτημα το πώς γράφεται ένα ποίημα και τι είναι τελικά, η ποίηση. Η συλλογή ξεκινά με ένα ποίημα που φέρει τον τίτλο “Τα χρυσά μου δάκρυα” και λειτουργεί ως μια ιδιότυπη εισαγωγή. Στον πρώτο στίχο του ποιήματος “Ξεκινώ χωρίς υπέρμετρες φιλοδοξίες” ο Μπετσάκος όχι μόνο αντιλαμβάνεται τη δυσκολία σύλληψης ενός ποιήματος, αλλά αναγνωρίζει ότι το να υπηρετεί την ποίηση είναι ένα απαιτητικό εγχείρημα και ταυτόχρονα μια ισχυρή αναμέτρηση πρώτα απ΄ όλα με τον ίδιο του τον εαυτό. Κάνει ξεκάθαρο λοιπόν, το γεγονός ότι η ποίησή του είναι μια προσωπική κατάθεση εμπειριών, που δεν αποσκοπεί στην απόσπαση διθυραμβικών κριτικών και δεν είναι αδιάλλακτη. Η στάση του Μπετσάκου απέναντι στα ποιήματά του χαρακτηρίζεται από ολιγάρκεια. “Είμαι γεμάτος ασύνδετες πρησμένες ιδέες¨ καταθέτει ο ποιητής, ενώ στη συνέχεια αποστασιοποιείται εξομολογούμενος:
Κάποια κοφτερά ψαλίδια μες το μυαλό μου
πάλλονται διαρκώς κι απειλητικά
τεμαχίζοντας το χρόνο και τις μνήμες.
Μέχρι να τολμήσω την κατάδυση στο λόγο,
κολυμπάω σε μια θολή ηττοπάθεια σιγής.
Αποφασίζω να κινηθώ χαμηλά κι οριζόντια.
Σε ένα άλλο του ποίημα ο Μπετσάκος που φέρει τον τίτλο “Όχι άλλα εξωπραγματικά ποιήματα” υποστηρίζει ότι:
Εμένα μ’ αρέσει, όταν γράφω την ποίησή μου,
να μιλώ ρεαλιστικά, σχεδόν επιστημονικά,
να είμαι αντικειμενικός και ταπεινός,
όπως επιδιώκω, άλλωστε, και στη ζωή μου.
Σε αυτό το ποίημά του ο Μπετσάκος συστήνεται με μετριοφροσύνη και με αυτογνωσία δηλώνοντας τόσο την επιστημονική του ιδιότητα, όσο και τον χαρακτήρα του. Σε ορισμένα ποιήματα λοιπόν, της ανθολογίας ο αναγνώστης συναντά απλό επιστημονικό λεξιλόγιο, όπως για παράδειγμα ισορροπία, κυκλικού μου σύμπαντος, μαγνητικός πόλος έλξης, περιοδικά, ταλαντώσεις και στάσεις ζωής (λ.χ. τα ταξίδια μας γίνονταν η αφορμή/ να ζωγραφίσουμε με τα χρώματα/ των ανθρώπων και τ’ ουρανού μας/τα παιδικά ξεβαμμένα μας όνειρα) που οδηγούν στην ταύτιση της ποιητικής φωνής με το πραγματικό πρόσωπο.
Μερικά από τα συστατικά της ποίησής του ο Μπετσάκος τα καταγράφει και ο ίδιος στο ποίημά του “Τυφλές ποιητικές πορείες”.
Τι άλλο είναι να γράφω ένα νέο ποίημα
παρά να ανακατεύω τα πλούσια υλικά μου:
μνήμες, πάθη και πόθους, πένθη, συγκινήσεις,
τύψεις, χαρές, κραυγές και παραληρήματα
με στόχο προς το αιώνιο και θαυμαστό αύριο.
Γιατί αυτό που είναι τώρα το οφείλει στον παρελθόν του και αυτό που τον κάνει να νιώθει ζωντανό, όπως όλους μας δηλαδή, είναι η προσμονή κι η αγωνία για το αύριο. Ένα αύριο που κρατά τη σύνδεσή του με τα περασμένα, με όλα όσα έχουν προηγηθεί της παρούσας στιγμής. Έτσι, ο Μπετσάκος αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τις οικογενειακές του ρίζες και την πνευματική περιουσία που τον κληροδότησαν.
Μας ξεναγούσε συχνά ο πατέρας μου
στις μεσαυλές των αναμνήσεών του
κι εγώ δεν παύω να τις επισκέπτομαι
ανακαλώντας τες συχνά στη μνήμη μου.
Η ποίηση λοιπόν, του Μπετσάκου περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα οποία διατρέχουν τον χρόνο άλλοτε με βαθιά συγκίνηση “Πόση εντύπωση μου έκανε όσες φορές/ έτυχε να τον δω (ενν. τον πατέρα μου) να σκύβει να φιλήσει/ το χέρι απλών ανθρώπων” και άλλοτε με έντονη καυστικότητα και θεατρικότητα σε β’ πρόσωπο “Πες μου το θέμα από το επόμενό ποίημά σου,/ μου είπες, με κοίταξες και μου ‘σφιξες το χέρι./ […]Πάντα τα ίδια γράφεις, απάντησες γελώντας”.
Σε αρκετά ποίηματά του όμως, ο Μπετσάκος αναφέρεται στο θείο δώρο της αγάπης, της μητρικής, της συντροφικής. Έτσι, δεν παραλείπει να υμνήσει τη γυναίκα-και η ποίηση εξάλλου, είναι γένους θηλυκού “Είσαι πάντα ευκίνητη και δυνατή γυναίκα/ που μια ολόκληρη ζωή στρώνεις το σπιτικό/ με την αγκαλιά σου γεμάτη γάργαρη στοργή/ για να κρυφτούν τα φοβισμένα παιδιά” και “γιατί όταν δεν σε έβρισκα κοιμισμένη/τίποτε άλλο δεν μπορούσα να χορτάσω/ παρά μόνο τα φωτοστόλιστα μάτια σου/ και ίσως λίγο το δύσβατο μυαλό σου/ που ήταν κοφτερό και το φοβόμουν”, “η μητέρα μου που με έντυνε στοργικά/ με το ζεστό της χαμόγελο κάθε πρωί.”
Ο Μπετσάκος ίσως γράφει ποιήματα “μες στα πλούσια μαλλιά της φιλενάδας νύχτας” “κάτω από την δικαιόκριτη πανσέληνη ματιά” και βιώνει την ποίηση ως “το ταξίδι στο απέραντο και άγνωστο” ως την “πάλη και το πανηγύρι των λέξεων. Αυτή είναι “η φωτιά που σιγοκαίει τις ξάγρυπνες νύχτες” του.
Ξάγρυπνα κι ανήσυχα ο Μπετσάκος επιχειρεί και εφτά ορισμούς για την ποίηση. Διαλέγω έναν από αυτούς, στον οποίο αποδεικνύεται αφενός η θεματολογία της συλλογής και αφετέρου ο θαυμασμός του ποιητή για τη γέννηση της ποίησης στην Αρχαία Ελλάδα, πράγμα που σημειώνεται στον δανεισμένο από τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες πρόλογο του βιβλίου “Κι όπως όλοι γνωρίζουν, η ποίηση ξεκίνησε από την Ελλάδα”.
Η ποίηση είναι χρόνος παχύρευστος
που μας περικυκλώνει επιθετικά
κι εμείς που δηλώσαμε υπηρέτες της
προσπαθούμε, πολλές φορές ανώφελα,
να κολυμπήσουμε βαθιά στα νερά της,
δίπλα στα χέλια των αρχαίων λέξεων.”
“Στην ακροθαλασσιά της μνήμης” ο Μπετσάκος βουτάει στις μνήμες τις δικές του και στις μνήμες των αγαπημένων του προσώπων για να καταγράψει ποιητικά τη σχέση του με τον χρόνο. Ο Μπετσάκος έχοντας ως υπόβαθρο τις επιστημονικές του γνώσεις στη Φυσική μεταφέρει στα ποιήματά του τη θεωρία πως ο χρόνος δεν είναι μόνο μετρήσιμος στα διάφορα μεγέθη του. Ο χρόνος είναι μια έννοια που καθορίζεται από την αιτιότητα κι από το σύνολο των γεγονότων στις χρονικές βαθμίδες (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Η θεωρία αυτή για παράδειγμα, απαντάται στο ποίημά του “Μνημόσυνο στην έκσταση της νιότης” όπου στα μάτια του γέρου ακόμα καθρεφτίζονται ναυάγια κι αγριεμένα κύματα και όπου το πιστό κουπί του γέρου ήταν κάποτε ξύλο ριζωμένο στη γη γεμάτο φύλλα. Τώρα ο γέρος και το κουπί “ζητούν ακόμα να στεγνώσουν τα κορμιά τους, /πεσμένοι στη ζεστή ηλιόλουστη αμμουδιά” […] αδύνατο να λησμονήσουν/ […] τη νιότη τους που απείθαρχα τους οδηγούσε. Κατά συνέπεια, οι έννοιες που απασχολούν τον Μπετσάκο σε αυτή του την ποιητική συλλογή είναι η μνήμη και ο χρόνος.
Κι οι μνήμες μου, κλωνάρια βαριά, φορτωμένα
από το χιόνι της ανυπέρβλητης μορφής σου,
έτοιμα να σπάσουν και να σκορπίσουν στη λήθη.