Πρώτο μάθημα σκι κι όλα πήγαν χάλια.
Το μόνο που έκανα ήταν να πέφτω και να σηκώνομαι. Πραγματικά σε μια ολόκληρη πίστα αρχαρίων ήμουν η μόνη που είχε πέσει και σηκώθει τόσες φορές. Μπορούσα να βρίσω τα πάντα και το έκανα. Όλα με έφταιγαν ιδίως το πρώτο μισάωρο, όπως όταν μάθαινα να παρκάρω. Είχα ακριβώς το ίδιο νεύρο.
Τα παιδιά που έκαναν σανίδα είχαν καθίσει σε δυο σειρές σαν τα περιστέρια στα καλώδια και με παρακολουθούσαν. Στο τέλος τους είπα* αν περιμένετε εμένα για να κάνετε, σωθήκατε! Και με διαβεβαίωσαν ότι περνάνε πολύ ωραία. Οπότε συνέχισα να κάνω αυτό που μπορούσα να κάνω. Να γλιστράω δηλαδή, και να πέφτω. Και όταν πια κατάφερα να γλιστράω περισσότερο, δεν μπορούσα να σταματήσω. Και τι να κάνω, έπεφτα πάλι! Σηκωνόμουν, έπαιρνα τα πέδιλα στον ώμο, ανέβαινα και ξαναδοκίμαζα.
Υπήρχε και το μπριζολάκι, αλλά πώς να το χρησιμοποιήσω; Φου, να με έκανες, πάρε με κάτω! Άσε που στην αρχή μου είχε πει η δασκάλα: Θα σου πω λίγα πράματα και μετά θα πάμε για μπριζολάκια. Και αυτό με είχε ανεβάσει. Περίμενα δηλαδή, ότι κάπου θα ψήνουν. Γελάστηκα. Βαθιά γελάστηκα. Εννοούσε ότι μόλις μάθω τα βασικά, θα πάρω το λιφτ. Πού να ‘ξερε η καημένη ότι ούτε τα βασικά δεν μπορούσα να κάνω;
Ανεπίδεκτη μαθήσεως. Κι όλο έπεφτα. Από τον φόβο μου και μόνο. Πολλοί δάσκαλοι ερχόντουσαν να με βοηθήσουν να σηκωθώ, αλλά εγώ αρνιόμουν. Πού να με τραβήξετε; Αφήστε με να κυλιέμαι σαν τη φώκια. Έφαγα έφαγα χιόνι, σηκώθηκα. Από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι το προσπαθούσα. Έκανα μόνο μια ώρα διάλειμμα για πιπί και καφέ. Μέχρι και το πιπί ήταν δύσκολο με τις μπότες. Δεν μπορείς να σκύψεις ακριβώς-καταλαβαίνετε τι εννοώ ή φαντάζεστε.
Συνέχεια έριχνα ιδρώτα και πόνο. Πολύ πόνο. Δεν το φανταζόμουν ότι ήταν τόσο δύσκολο. Μ’ άρεσε όμως. Και σίγουρα ανυπομονώ για το επόμενο μάθημα. Περιττό να πω ότι γύρισα κι έπεσα ξερή για ύπνο.
Με πονάνε λίγο τα χέρια μου, αλλά όχι ο πωπός μου.