Γράμμα στο μικρό μου φίλο Σπ.Σπ
Εκείνη τη φορά είχες θυμώσει μαζί μου. Θυμάμαι δε μου μιλούσες για αρκετά λεπτά, μου το κρατούσες. “Πήγες και αγόρασες πανάκι για να καθαρίζεις το κινητό σου και μένα με ξέχασες”, έτσι μου είπες. Ήταν σα να έφαγα σοκολάτα και δε σου ΄δωσα. Τώρα που το σκέφτομαι . . . εσύ όταν πήγαινες στη λαϊκή, όλα επί δύο. “Ένα για μένα και ένα για το φίλο μου”, έτσι έλεγες. Τα είχες τα δίκια σου, έμαθα, δεν το ξανάκανα, πήγα και σου πήρα πανάκι.
Τώρα πιά, εδώ που φτάσαμε κάτι πρέπει να κάνω. Να δώσω μιά στο ημερολόγιο και να το γυρίσω στις αρχές του περασμένου Αυγούστου – κατακαλόκαιρο – τότε που έξω η ζέστη έλειωνε την άσφαλτο. Εικόνες κάνουν την εμφάνιση τους. Να, δες πως κρυώνω, περνούσα βαρύ χειμώνα φίλε εκείνο το καιρό. Με φώναξες κοντά σου και μου΄πες να γίνουμε φίλοι. Δε χρειάστηκε καιρός, δέσαμε από την αρχή, τα βρήκαμε και αρχίσαμε το παιχνίδι. Έφερνα τα παιχνίδια μου πάνω και τα άπλωνα στο δάπεδο. Με κοίταζες με ύφος που έλεγε﮲ “Τώρα θα σου δείξω εγώ”, έφερνες όσα είχα εγώ κι ένα ακόμα, διπλό. Γελούσες, γελούσα και εγώ, μετά μου το χάριζες. Πολλές φορές τα αφήναμε σκόρπια από δω κι από κει, φεύγαμε, θα τα μαζέψουμε αύριο έλεγες. Την άλλη μέρα απλώναμε κι άλλα, κι άλλα, “Θα τα μαζέψουμε κυρία Μάχη, θα τα μαζέψουμε”, έλεγα εγώ, “Σιγά μη τα μαζέψουμε”, συμπλήρωνες εσύ γελώντας.
Περνούσαν οι μέρες, δεν είχαμε πού να πατήσουμε, μια μέρα μας έπιασε η προκοπή. Τι να πρωτομαζέψεις, κάναμε τη καρδιά μας πέτρα και βάλαμε τάξη στα πράγματά μας. Μας πήρε χρόνο, πάντα ήθελες το χρόνο σου φίλε εδώ που τα λέμε, αλλά και γω δεν πήγαινα πίσω. Ταιριάζαμε και σε αυτό. Κάθε πρωί εκεί κατά τις δέκα, δέκα και μισή, βία έντεκα, αρχίζαμε. Μόλις με έβλεπες, άρχιζες με τη φράση,” Ένα έχω να σου πω” και έλεγες εκατό, έλεγα και εγώ άλλα τόσα και αν έμενε χρόνος, κάναμε καμιά δουλειά. Ύστερα από μέρες – αρκετές – τελειώσαμε. Το γλεντήσαμε όπως του άξιζε, το χρειαζόταν. Βρέχει φωτιά στη στράτα μου, έλεγε στο ραδιόφωνο και χόρεψες το μισό, αντρίκιο χορό. Σταμάτησες και μου είπες, “Το υπόλοιπο δικό σου”. Ακόμα και το τραγούδι στη μέση.
“Τα ξέρω εγώ αυτά, Δημητρό”, έλεγε η κυρία Μάχη. “Η τάξη με το φίλο σου κρατάει τρεις μέρες, όσο και το θαύμα. Επειδή είσαι συ, άντε να κρατήσει τέσσερις”. Κάπου εκεί κρατούσε, όντως.
Κάτι υπολείμματα χειμώνα, από δω κι από κει μου είχαν απομείνει. Ήξερες από χειμώνες εδώ που τα λέμε. Χειμώνας και Σπύρος δεν πήγαιναν ποτέ μαζί. Είχες όμως και συ τις στιγμές σου, παραδέξου το. “Ο Γκογκορίνος ο Θανουλέτος και η Μαχούλα να ‘ναι καλά”, έλεγες και κάπου εκεί βούρκωνες. Το έβλεπα, μετά δήθεν θύμωνες, έκανες πως με μάλωνες, “Να πας να φέρεις τα πράγματα από το αυτοκίνητο, τα ξέχασες πάλι, είπαμε πως σήμερα θέλω να μαγειρέψω”. Για να μη σε βλέπω δακρυσμένο, ήσουν περήφανος. Πήγαινα στο αυτοκίνητο, αργούσα λίγο, σου έδινα χρόνο, χτυπούσα το κουδούνι, από μέσα άκουγα: “Γιατί χτυπάς ρε, τι έχουμε πει, εδώ θα είσαι σα στο σπίτι σου, στο σπίτι σου χτυπάς το κουδούνι;”
Μετά μαγειρεύαμε, δηλαδή εσύ. Σου άρεσε να φτιάχνεις ομελέτες, είναι το δυνατό σου σημείο έλεγες. “Το μόνο που δε μπορώ να κάνω είναι να τη γυρίζω στον αέρα, αλλά κάποια στιγμή θα το μάθω κι αυτό, για να σκάσει ο Τρικόγιας. Τον έχω κάνει χρυσό, δεν μου λέει το μυστικό, στον Πάρη θα το έχει πει, είμαι σίγουρος. Η ομελέτα μπήκε στο τηγάνι, μετά έβαλες ένα μεταλλικό δίσκο από πάνω, για να τη γυρίσεις. Δεν ήσουν δα και ο Τρικόγιας να τα κάνεις αυτά στον αέρα – ακόμα τουλάχιστον. Γύρισες το τηγάνι ανάποδα και η ομελέτα μαγικό, χάθηκε από μπροστά μας. Καταστροφή! Με κοίταξες στα μάτια, μετά αυτή, μετά εμένα και ξανά αυτή, που ήταν φαρδιά πλατιά στο μάρμαρο. Δεν πίστευες αυτό που έβλεπες, ούτε και γω. Με ξανακοίταξες και είπες: “Μα πως το κάνει ο άτιμος ο Τρικόγιας, δε μπορώ να καταλάβω”. Εκείνη τη μέρα δώσαμε όρκο, τέρμα οι ομελέτες, τουλάχιστον σ΄αυτό το σπίτι, σε άλλο ίσως. Μαζέψαμε την καταστροφή από κάτω, λιώσαμε το μάρμαρο στο τρίψιμο, πετάξαμε τα πειστήρια. Παστρικές δουλειές ,όχι αστεία. “Θα είναι το μυστικό μας και μη νομίζεις ότι τα αυγά κάνουν καλό. Πάμε να φάμε σαν άνθρωποι”, είπες και φύγαμε γελώντας σα μικρά παιδιά προς τα κάτω.
Είχε μπει η άνοιξη, ήθελες να φυτέψεις κερασιές και φύτεψες. Με πήρες τηλέφωνο, “Ένα πράγμα θα σου πω, φύτεψα τις κερασιές”, έτσι είπες. Ήρθα στο σπίτι, με πήγες εκεί να τις δω. Καμάρωνες, σου άρεσε να φροντίζεις τα δένδρα, τα αγαπούσες. Μα πιο πολύ τις κερασιές. “Θα φτιάξουμε τα νερά να ποτίζονται, να μεγαλώσουν να τις βλέπω ανθισμένες και ας μην είμαι ζωγράφος”.
“Να βγει κι ο Μάρτης, να ανοίξει ο καιρός γιατί έχουμε δουλειές”, έλεγες και ξανάλεγες. Βγήκε ο Μάρτης ημέρα Παρασκευή, Πρωταπριλιά ήταν Σάββατο. Σαν ξύπνησα, σκέφτηκα πως πρέπει να προσέξω. Σήμερα λένε ψέματα, θα ‘χω το νου μου. Κάναμε φάρσες μεταξύ μας, ήσουν και πειραχτήρι, σε πείραζα κι εγώ! Και το περίμενα, δεν μπορεί κάτι θα σκαρώσει, έτσι σκέφτηκα. Tο μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο, “Ο Σπύρος…”, έτσι μου είπαν. Βρε μπαγάσα, δεν με λυπάσαι, τι φάρσα είναι αυτή, τι ψέμα σκέφτηκες μέρα που ναι σήμερα. Περίμενα να με πάρεις τηλέφωνο και να ακούσω: “Ένα έχω να σου πω, το πίστεψες φίλε, την πάτησες, σιγά μη φύγω. Εδώ θα μείνω, έχουμε πολλές δουλειές να κάνουμε ακόμα.” Περίμενα ώρες πάνω από το τηλέφωνο, τίποτα. Περίμενα να βραδιάσει, ήθελα να έρθω πάνω, δεν τόλμησα. Δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Πήγα στην θάλασσα, απόμερα, μόνος. Η θάλασσα λάδι. Κατέβασα μια γερή ανάσα, κατάβαθα μέχρι τα σπλάχνα. Φώναξα με όλη τη δύναμή μου.
Σπύροοοοοοοοοοοοοοο!
Δεν πήρα απάντηση. Ύστερα από λίγο ένα μικρό κύμα έσκασε στην αμμουδιά και μετά σιωπή. Κατάλαβα!
Ακόμα και σήμερα έπαιξες μαζί μας, γιατί ήσουν ένα παιδί. Τη μέρα που όλοι παίζουν με τα ψέματα, εσύ έπαιξες με την αλήθεια.
Πάω να πάρω κεράσια. Ένα κιλό για μένα και ένα για το φίλο μου.
Ο φίλος σου Δημήτρης
Δημήτρη είναι υπέροχο! Μοναδικό αυτό που είχατε μες την απλότητά του…
Ο Θεός να τον αναπαύσει. … και σε σένα να χαρίζει χίλια χαμόγελα κάθε φορά που τον αναπολείς.
Γιατί τι είναι επιτυχία στην ζωή αν όχι το φεύγοντας οι άλλοι να σε θυμούνται και να χαμογελούν …
Γλυκά… ζεστά… με νόημα.
Σ΄ ευχαριστούμε που το μοιράστηκες μαζί μας.