Νυχτώνει…. Η πόλη αλλάζει πρόσωπο. Και διάθεση. Και δράση. Και πρωταγωνιστές….
Σου αρέσει αυτή η ώρα. Όταν ανάβουν τα φώτα τονίζοντας μόνο όσα θέλεις να δεις. Αυτά που στολίζουν τη νύχτα σου. Τη ντύνουν με χρώματα και σχήματα. Τα άλλα, τα άσχημα, τα δύσκολα μένουν στις σκιές. Όσα σε βασανίζουν, όσα δεν αντέχεις, όσα σε πληγώνουν χάνονται στο σκοτάδι. Τα κρύβεις, αποστρέφεις το βλέμμα σου, κάνεις ότι τα ξεχνάς.
Κι εσύ γίνεσαι άλλη. Σου πάει η νύχτα. Ταιριάζει με την ηλικία σου. Μετά τα πρώτα –άντα, λένε, το καλύτερο φως είναι το φως των κεριών και του φεγγαριού. Οι ρυτίδες σου χάνονται, δείχνουν όπως θα τις έβλεπε ένας μύωπας, αχνές, υπέροχα θολές. Τα μάτια σου γίνονται φλόγα. Το δέρμα σου πιο λευκό. Τη μέρα το φως ανελέητο φανερώνει τις ατέλειές σου, πλημμυρίζει τα πάντα. Κυριαρχεί… Εσύ, σαν κεράκι φωτεινή, μόνο τη νύχτα μπορείς να φανείς. Να τραβήξεις γύρω σου νυχτοπεταλούδες που σε βλέπουν σαν ήλιο.
Σου αρέσουν και οι άνθρωποι της νύχτας. Μην ακούς που λένε ότι είναι «σκοτεινοί τύποι». Είναι αυθεντικοί. Δεν έχουν να κρύψουν τίποτα. Δε έχουν να χάσουν τίποτα. Ένας άλλος κόσμος. Με δικούς του κανόνες, απαράβατους. Κυκλοφορούν αθέατοι στο πρωινό φως. Ανακατεύονται με τους νοικοκύρηδες, τους άρχοντες της μέρας, που τους κοιτούν περίεργα. Αλλά τη νύχτα η πόλη είναι δικιά τους. Κι εσύ γίνεσαι ένα μ’ αυτούς. Τους θαυμάζεις για την ελευθερία τους. Σε δέχονται γιατί δεν τους κριτικάρεις.
Πάντα σου άρεσε η νύχτα. Φοιτήτρια έμενες ξύπνια όλη νύχτα συντροφιά με βραχνές φωνές στο ραδιόφωνο. Βουνό τα αποτσίγαρα στο τασάκι, φθηνά ποτά και καλή παρέα, με άλλους ή με τον εαυτό σου. Ακόμα και εκεί, οι άνθρωποι του νυχτερινού ραδιοφώνου είναι αλλιώς. Μιλάνε διαφορετικά. Άλλη θεματολογία. Άλλη έκφραση. Άλλες μουσικές. Και όταν πήγαινε να χαράξει η μέρα, μόνο τότε, επέτρεπες τον ύπνο να κλείσει τα βλέφαρά σου.
Και συνέχισες να αγαπάς τη νύχτα. Ακόμα κι αν δεν μπορούσες πια να τη χαρείς. Το ξενύχτι πολυτέλεια. Η δουλειά απαιτεί πρωινούς τύπους.
Δεν αφήνεις όμως ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Όταν όλοι έχουν κοιμηθεί και μένεις μόνη. Ακόμα κι αν δεν κάνεις τίποτα. Ακόμα κι αν δεν μπορείς να βγεις στο δρόμο να περπατήσεις. (Παροιμίες τύπου «όποιος νυχτοπερπατεί λάσπες και σκατά πατεί» τις έβγαλαν οι άλλοι, οι πρωινοί τύποι, οι νοικοκυραίοι!!! Ποτέ δεν τους πίστεψες.) Βγαίνεις στη βεράντα. Ακούς τη σιωπή. Ακούς τις φωνές των νέων κάθε ηλικίας που περπατούν ευτυχισμένοι δυο δυο ή πολλοί μαζί. Το πρόσεξες ότι τη νύχτα μιλάνε πιο δυνατά? Επίτηδες το κάνουν. Να ταράξουν τον ύπνο των κοιμισμένων. Να χλευάσουν τη μιζέρια του καθωσπρεπισμού τους. Κι εσύ μένεις να τους κοιτάς. Κρυμμένη στο σκοτάδι. Μόνο η καύτρα του τσιγάρου σου προδίδει την ύπαρξή σου.
Τη νύχτα γίνεσαι εσύ. Συναντάς ανθρώπους που σου μοιάζουν. Σε απελευθερώνει η επαφή μαζί τους. Σε ανακουφίζει η συντροφιά τους….
Και όταν αναπόφευκτα η νύχτα σβήσει, όταν το φως καταλύσει τα πάντα (η φράση «θα πέσει άπλετο φως στην υπόθεση» δε λέγεται ποτέ για καλό), όταν σηκωθούν οι νοικοκυραίοι, η πόλη αλλάζει και πάλι. Οι άνθρωποι βιαστικοί, αγουροξυπνημένοι σκουντουφλάνε ο ένας πάνω στον άλλο. Στριμώχνονται να χωρέσουν στο λεωφορείο. (Πρόσεξες ότι τη νύχτα κανείς δε βιάζεται?) Φτύνουν ξερή καλημέρα κι αυτή μόνο όταν δε μπορούν να την αποφύγουν. Ενώ τη νύχτα….. όλοι μια παρέα. Συνωμότες, κόντρα στο κατεστημένο της ησυχίας, της τάξεως και της ασφάλειας.
Γι αυτό αγαπάς τη νύχτα. Και όταν βγαίνει ο ήλιος δε θέλεις να βλέπεις την ασχήμια της πόλης. Την ώρα που τα φώτα σβήνουν, αλλά κι αν ακόμα ξεχαστούν αναμμένα, το φως τους θαμπό, ασήμαντο. Προτιμάς να κλείσεις τα μάτια. Να νιώσεις τον ήλιο να σε ζεσταίνει αλλά να μη βλέπεις την ασχήμια που φανερώνει το φως του…..