Έχουμε ξυπνήσει σε ξενοδοχείο. Έχουμε κάνει ντουζ και μοσχοβολάμε. Φοράμε καθαρά και καλοσιδερωμένα ρούχα. Τα υπόλοιπα τα έχουμε ζουμπίξει στη βαλίτσα. Αφήνουμε τα σεντόνια ανακατεμένα, μπαίνουμε στο ασανσέρ με τους μεγάλους καθρέφτες και τα χρυσαφένια κουμπιά, πληρώνουμε στη ρεσεψιόν με το πράσινο μάρμαρο και βγαίνουμε κύριοι.
Καθόμαστε για πρωινό σε ένα eco-gastrobar. Γεμίζουμε το πιάτο δυο φορές. Δεν ξέρουμε τι να πρωτοπάρουμε. Αλμυρό ή γλυκό; Βάζουμε απ΄ όλα. Ακούμε τη μουσική, παρατηρούμε τον κόσμο. Παραγγέλνουμε δυο καφέδες, ανάβουμε τσιγάρο. Αχ, η ζωή είναι ωραία!
Με την κοιλιά γεμάτη είμαστε έτοιμοι για επισκέψεις. Ο ουρανός είναι γαλάζιος, μερικά σύννεφα αφράτα χορεύουν, τα χελιδόνια πάνε κι έρχονται στις φωλιές τους και οι αμυγδαλιές είναι ανθισμένες. Βγάζω το κραγιόν απ΄ την τσάντα, φοράω λίγο ακόμα, βάζω και λίγο άρωμα. O Κώστας γελάει. Mε λέει μέσα απ΄ τα χείλη του ζωάδι και ‘γω τον κυνηγάω να του πιάσω το χέρι.
Μπαίνουμε μέσα στα Ανάκτορα. Χαζεύουμε τα έπιπλα, τα κοσμήματα, τους πίνακες ζωγραφικής, τις τοιχογραφίες. Κάνουμε βόλτα στους κήπους. Δεν χορταίνω να βγάζω φωτογραφίες. Σκεφτόμαστε πώς είναι να ζεις έτσι; Σχεδόν τα καταφέρνουμε και για λίγο γινόμαστε αριστοκράτες.
Τελειώνει η ξενάγηση. Το πλοίο όπου να ΄ναι θα φύγει. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, κλείνουμε τις πόρτες, φοράμε τις ζώνες. Η αίγλη είναι ακόμα στο μυαλό μας. Φτάνουμε στο λιμάνι. Έχουν απεργία. Κάνουμε υπομονή. Μετά από λίγο επιβιβαζόμαστε στο πλοίο. Ρίχνουμε έναν ύπνο και φτάνουμε. Αποβιβαζόμαστε. Μπαίνουμε ξανά στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε.
Όλα καλά, όλα ωραία. Συζητάμε ακόμα πώς περάσαμε. Εμένα να μου μυρίζουν σουβλάκια, του Κώστα κάτι καμένο. Καντίνα θα ΄χει λίγο πιο κάτω, να λέω εγώ. Του αλλουνού το αυτοκίνητο θα ‘ναι, να λέει ο Κώστας. Σταματάμε λίγο περισσότερο σε ένα διόδιο, λόγω έλλειψης ψιλών και να ΄σου να βγαίνει καπνός.

-Στα ΄λεγα ότι κάτι μυρίζει!

-Κρίμα δεν είναι σουβλάκια.

Παρκάρουμε στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης και μένα με πιάνει η ανάγκη μου. Πίσω σύρματα, μπροστά τα γραφεία απ’ τα διόδια.

-Τι θέλετε κυρία μου;

-Να κατουρήσω θέλω, ανοίξτε μου σας παρακαλώ . . .

-Δεν επιτρέπεται!

-Και πώς μπορώ να πάω πίσω απ΄ τα σύρματα;

-Δεν μπορείτε να πάτε.

Να κατουριέμαι. Να παίρνουμε τηλέφωνο την οδική βοήθεια να ‘ρθει να μας μαζώξει και να μην έρχεται. Κατεβάζω τα βρακιά μου και κατουράω. Νιώθω να έχουν μαζευτεί όλοι από τα γραφεία και να με βλέπουν από τις κάμερες. Να περνάει η ώρα και η οδική βοήθεια να αργεί. Τελικά, φτάνει από την άλλη μεριά. Φωνάζουμε, κουνάμε τα χέρια. Εδώ, εδώ! Δε γινόταν να στρίψει στη μέση του δρόμου. Έπρεπε να βρει έξοδο. Άλλη μια ώρα να περιμένουμε. Έρχεται κάποια στιγμή από τη σωστή μεριά.
Φορτώνει το αυτοκίνητο. Στριμωχνόμαστε και οι τρεις μπροστά. Τα βλέπουμε όλα από ψηλά, τραγουδάμε Αντύπα και μιλάμε για τους δρόμους, για τα αυτοκίνητα.

-Ρε παιδιά, λάδια να βάζατε θα πηγαίνατε λίγο ακόμη. Δεν είχατε;

Δαγκώνομαι.

-Είχαμε, αλλά τα αφήσαμε στο σπίτι.

-Γιατί;

-Γιατί κύριε οδηγέ,  ήθελα να πάρω μεγάλη βαλίτσα και πολλά παπούτσια!

Μερικές ώρες αργότερα μας αφήνει σε κάποιο βενζινάδικο. Αγοράζουμε λάδια και σε δέκα λεπτά φτάνουμε στο σπίτι. Αυτό θα πει ανώμαλη προσγείωση! Από τα σαλόνια στα καψόνια!

 

Καλά ταξίδια!

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *