Σε μια πρόσφατη μετακίνηση 6, το άτομο που με συνόδευε, τηρώντας πάντα την αναγκαία απόσταση 1,5 μέτρου, μου λέει κάποια στιγμή: Ζούμε τη “Μέρα της Μαρμότας”.
Αναφερόταν, προφανώς, στο γεγονός ότι, ένα μήνα τώρα, περνάω κάθε μέρα την ίδια ώρα απ’ το σπίτι του, κατεβαίνει με καθυστέρηση, κάνουμε περίπου την ίδια διαδρομή, κάπου στη μέση αγοράζω τέσσερα κουλούρια, κοιτάμε με παρόμοια επιφύλαξη το τζιπάκι της δημοτικής αστυνομίας που μας προσπερνάει (με επιφύλαξη μας κοιτούν κι οι επιβαίνοντες), προχωράμε συναντώντας λιγοστούς ανθρώπους, σχεδόν όλοι οι ίδιοι με χθες, και καταλήγουμε μετά από κάποια, εύλογη κατά τη νομοθεσία, ώρα να αποχαιρετιζόμαστε στο ίδιο, εννοείται, σημείο με παραπλήσια στιχομυθία.
Η “Μέρα της Μαρμότας” είναι μια εμβληματική, τουλάχιστον για τη γενιά μας, ταινία με θέμα τον ξαφνικό εγκλωβισμό του πρωταγωνιστή σε ένα, κυριολεκτικά, υπαρκτικό κενό όπου ζει ξανά και ξανά μια συγκεκριμένη μέρα, βασανιστικά βαρετή, χωρίς να ξημερώνει ποτέ το λυτρωτικό αύριο.
Προσωπικά, δεν είχα κάνει τη σύνδεση, ίσως επειδή είμαι άνθρωπος της συνήθειας, με καθημερινότητά ήδη παραδομένη στην επανάληψη πριν ακόμη αυτές τις κορωνοϊικές περιστάσεις.
Καλή, πάντως, κινηματογραφική πρόταση για να περάσει κανείς την ώρα του, τις ώρες του εν προκειμένω. Αντίστοιχη στα λογοτεχνικά θα ήταν ο “Έρωτας στα χρόνια της χολέρας” ή η Πανούκλα” ενώ για τους φιλόμουσους το “Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλε” καθώς και το “Στο κελί (130)33, μέσα στον Κορυδαλλό”.
Κάτι άλλο λέγαμε όμως… Α, ναι, λοιπόν, η “Μέρα της Μαρμότας”. Παρόλο το βαρύ θέμα η ταινία είναι κατά βάση μια συναισθηματική κωμωδία. Χωρίς να στερείται νοήματος. Ο ήρωας βρίσκει στον σταματημένο χρόνο την ευκαιρία να αλλάξει οπτική, να γνωρίσει τη δημιουργικότητα, να ζεστάνει την καρδιά του, να πλησιάσει την ουσία που πριν του διέφευγε. Ετσι, όταν ήρθε, επιτέλους, η επόμενη μέρα μπορούσε πραγματικά να χαρεί.
Γιώργος Κωνσταντινίδης