Έκλαιγε. Όλη μέρα έκλαιγε.

Μια χουφτίτσα. Έβλεπε τις μύγες και τρόμαζε. Ψι ψι ψι ήρθε κοντά. Θα τη βγάλει τη νύχτα;

Το πήραμε πάνω. Θηλυκό γατί 3 εβδομάδων το εκτιμήσαμε. Την είπαμε Λεοπόρδο, έτσι που ξαφνικά πετάχτηκε στην πολυκατοικία μας. Της βάλαμε γάλα σε ένα μπολ. Ήπιε δυο γλωσσίτσες και συνέχισε το κλάμα. Την πήγαμε στην μπανιέρα να την πλύνουμε. Ανοίξαμε τη βρύση, έκανε ένα σάλτο και προσγειώθηκε στον κουβά με την σφουγγαρίστρα. Καλά, ας μείνει με την μπίχλα. Της ετοιμάσαμε κρεβάτι. Σ΄ ένα κουτί από παπούτσια διπλώσαμε μια παλιά πετσέτα και μια μαξιλαροθήκη. Δεν το θέλησε καθόλου. Προτίμησε τον καναπέ. Έμπηξε τα νύχια της στο στρώμα. Την τράβηξα. Έπαιξε με τις φούντες απ΄ το ριχτάρι. Τη μάλωσα.

Πέσαμε για ύπνο. Αυτήν στον καναπέ και ‘μεις στο κρεβάτι μας. Έπειτα, από δυο ώρες άρχισε να κλαίει. Ήρθε στην κρεβατοκάμαρα και μπήκε ανάμεσα στα κεφάλια μας. Τώρα όχι, και να έχω ένα γατί στο πρόσωπό μου! Εγώ με σκυλιά μεγαλώνω και κάθε καλοκαίρι προσέχω. Είμαι και νονά σκύλου, του μεγάλου και τρομερού Φρίξου. Αυτό πού το πας;

Με τις γάτες δεν τα πάω και πολύ καλά. Όταν τρίβονται στα πόδια μου ανατριχιάζω. Άμα σηκώνουν και την ουρά σαν κεραία ραδιοφώνου μπορώ και να τσιρίξω. Την άρπαξε ο Κώστας στη μεριά του και κοιμηθήκαμε όλοι μαζί. Εγώ μπορεί να πιάστηκα όλο το βράδυ, αλλά πλευρό δεν άλλαξα. Μπορεί να έσκασα, αλλά την πικέ δεν την πέταξα. Και πού ήξερα εγώ, αν αποφάσιζε να έρθει καταπάνω μου; Ευτυχώς, το κατάλαβε και έμεινε την υπόλοιπη νύχτα κάτω από τη μασχάλη του Κώστα.

Στις 6 το πρωί άρχισε να κλαίει πάλι. Ο Κώστας της έδωσε γάλα. Ήπιε πολύ λίγο, τρεις γλωσσίτσες, και συνέχισε το κλάμα. Την κατεβάσαμε κάτω και κοιμηθήκαμε λίγο ακόμα. Τώρα μας φαίνεται ότι την υιοθέτησε μια άλλη γάτα. Είναι οι δυο τους και μπαινοβγαίνουν κάτω απ΄ τα αυτοκίνητα. Ηρέμησε. Δεν κλαίει πια.

Πάλι καλά, θα κοιμηθώ ήσυχη σήμερα χωρίς το φόβο μιας Λεοπόρδου πάνω στο κρεβάτι μας.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *