Η ισορροπία του λευκού: Διηγήματα σε πολλές λογοτεχνικές φόρμες

 

 

Μια σειρά διηγημάτων γραμμένων πάνω σε φωτογραφίες που με εντυπωσίασαν…», έτσι ξεκινάει ο μικρός πρόλογος του συγγραφέα Γιώργου Κωνσταντινίδη για το βιβλίο του «Η ισορροπία του λευκού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παρέμβαση, τις εκδόσεις του τόπου μας, της πόλης μας, την Κοζάνη.

Εγώ όμως, θα έλεγα ότι τα διηγήματα του Γιώργου Κωνσταντινίδη δεν είναι μόνο ιστορίες που προέκυψαν με αφορμή μια φωτογραφία. Είναι μικρά κομμάτια του εαυτού του, του κόσμου του, του κόσμου μας, που με ερέθισμα ή και ταίριασμα της εικόνας βρήκαν θέση σε ένα πολύ καλαίσθητο βιβλίο προσαρμοσμένο στις λογοτεχνικές μας ανάγκες• στον χρόνο που έχουμε να μπορούμε να διαβάσουμε, να μπορούμε να αισθανθούμε μέσα από τον γραπτό λόγο. Διαβάζοντας λοιπόν, τα διηγήματα του Γιώργου ένιωσα μια οικειότητα. Εικόνες, πράγματα, στιγμές που περνάνε και συμβαίνουν δίπλα μας ντύθηκαν με λέξεις και οι λέξεις πήραν μορφή και η μορφή αντίστοιχα ντύθηκε με λέξεις.

Μέσα από τα διηγήματα του Γιώργου Κωνσταντινίδη μεταφέρθηκα λίγα χρόνια πίσω. Όταν ο Γιώργος άνοιξε αυτό το μαγαζί και ήρθα να πιω ένα ποτό. Ευγενικός, έξυπνος, χαμογελαστός μου συστήθηκε. Βασικά, μου συστήθηκε μέσα από το μαγαζί του. «Ήθελα να κάνω κάτι να μπορεί να έρχεται κανείς και ενώ να απολαμβάνει το ποτό του, να μπορεί να κάνει μία όμορφη κουβέντα, να μπορεί να συζητήσει». Και μετά γύρισα το κεφάλι μου και πρόσεξα μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον πέτρινο τοίχο. «Θέλω μέσα στο μαγαζί μου να μπορώ να φιλοξενώ τους φίλους μου». Τα χρόνια πέρασαν και πραγματικά μέσα σε αυτό το μαγαζί μας έχει φιλοξενήσει, μας έχει αγκαλιάσει, όλους εμάς που αγαπάμε τη τέχνη, τη συζήτηση, την ωραία ατμόσφαιρα. Εμάς που ψάχνουμε ένα στέκι. Ακόμα και μια θεατρική παράσταση έχω παρακολουθήσει στο Μπλε Ελάφι!

Συγχωρέστε με που πλατειάζω. Σήμερα βρισκόμαστε εδώ όχι για να γνωρίσουμε τον Γιώργο ως άνθρωπο, αλλά για να γνωρίσουμε τον λογοτέχνη Γιώργο.

«Η ισορροπία του λευκού» είναι μία πλούσια συλλογή διηγημάτων. Ο αναγνώστης θα μυηθεί και θα απολαύσει πολλές λογοτεχνικές φόρμες.

Στο διήγημα με τίτλο «Η Βόλτα» έχουμε μία προσωποποιημένη και αινιγματική αφήγηση: «Και δεν ήταν μόνο η κλεισούρα, ήταν και η περιέργεια. Μα γιατί να με βγάζει μια φορά τον χρόνο; Και γιατί κάθε φορά εκεί;». Ανακαλύψτε τι είναι!

Στο «Street fighter» έχουμε ένα ποίημα που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η επανάληψη και ο επιτονισμός «Πολύ θα ‘θελα να ήξερα…» κι ύστερα υποτακτικές προτάσεις με το να, που θυμίζουν αυτό που επιθυμούμε όλοι μας, να μπορούσαμε να βρούμε τη δύναμη να κάνουμε αυτά που θέλουμε δείχνοντας τα δόντια μας απέναντι σε κάθε είδους απειλή ή και επίθεση. Πολύ θα θέλαμε να ξέρουμε.

Στο «Παράθυρο» όντας υποψιασμένοι με το επιστημονικό υπόβαθρο του Γιώργου Κωνσταντινίδη ερχόμαστε να συμφωνήσουμε με το: «Καμιά φορά, όμως-να σου, παρουσιάζεται φάτσα-κάρτα, στην κύρια όψη, με την αδιόρατη έπαρση της αδιαφορίας-την σχεδόν προσβλητική-και με κανένα έρμο παράθυρο να προσπαθεί να περισώσει την τυπική, έστω μορφή της κατοικίας». Κι ύστερα ακολουθεί η υπέρτατη γενίκευση χωρίς επιστημονικότητες: «Όλα τα σπίτια κρύβουν τέτοιες γωνιές, αυτές τις ηλιόλουστες και τις άλλες, τις σκοτεινές. Τις φυλάνε επιμελώς, είτε πίσω από αρχανοΰφαντες κουρτίνες ή πίσω από το σιδηρόφρακτο μπετόν».

Στο «Πλησίασε ξένε» συναντάμε τη φόρμα ενός λαΐκού παραμυθιού και ως νοσταλγοί μεταφερόμαστε σε κρύες χειμωνιάτικες νύχτες που ένα παραμύθι είναι αρκετό για να μας ζεστάνει την καρδιά. «Κι ύστερα για πρώτη φορά κλαίγοντας και όχι τραγουδώντας, της λέει τα παρακάτω λόγια: «Ο κύρης μου με μεγάλωσε. Αυτό το σπίτι ξέρω. Κι όσο κι εγώ αν σ΄ αγαπώ…δε φεύγω από κοντά του!».

Στο «Σ΄ αγαπώ» γινόμαστε μάρτυρες ενός ερωτικού διαλόγου και παράλληλα ενός εσωτερικού και παρεμβατικού μονολόγου, που έχει τον ρόλο του επιμελητή στη σωστή απόδοση των συναισθημάτων. «Δεν ξέρεις τι λες…Για να αγαπήσεις χρειάζονται χρόνια…Να περάσει ο πόθος». Και μετά από αυτό να κουνήσουμε συγκαταβατικά το κεφάλι μας.

Στο «Τα ήθελε όλα δικά του» βουτάμε σε ένα διήγημα γεμάτο ειρωνεία και χιούμορ, σε ένα διήγημα γεμάτο μυστήριο. «Τη στιγμή, λοιπόν, εκείνη πρωτο-σκέφτηκα. Ότι, δηλαδή, είχα συνθηκολογήσει, είχα συμβιβαστεί τόσο καιρό με την ιδέα να κερδίσω τη ζωή μου τρέφοντας τον εγωισμό του συντρόφου μου. Ενώ θα μπορούσα να κέρδιζα με πολύ λιγότερο κόπο, αν κατάφερνα να τον ισοπεδώσω».

Στο «Δούλευ’ βρε παιδούλι μ’» έχουμε να κάνουμε με ένα διήγημα που σίγουρα θα αρέσει σε όλες τις ηλικίες και σε όλα τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα. Τα γηρατειά, η άνοια, η αξία που κουβαλούν οικογενειακά κειμήλια, ο ρόλος των ενήλικων πια παιδιών «Βγαίνοντας απ΄ το χωριό, μου ήρθαν στο μυαλό ανάκατες κάποιες ιστορίες που μου ‘λεγε ο πατέρας για το ρόλοι. Ότι το ‘χε φέρει, λέει, ο πατέρας του όταν γύρισε απ΄ την ξενιτιά της Αμερικής, όπου είχε καζαντίσει».

Στο «Καβούκι» ήδη από την πρώτη φράση βουτάμε σε ένα ψυχογράφημα που ανοίγει σαν βεντάλια και παρουσιάζει το προφίλ του ήρωα. «Απαίσια η αίσθηση να βγαίνεις από το καβούκι σου». Άραγε πόσες φορές μας έχει συμβεί και πώς το αντιμετωπίσαμε, θα σκεφτούμε ενδόμυχα τις φορές και θα ανατρέξουμε σε στιγμές που χρειάστηκε να ξεβολευτούμε.

Στο διήγημα «Γαλήνη» η αφήγηση είναι σε δεύτερο πρόσωπο. Με αυτόν τρόπο ο αφηγητής απευθύνεται στον εαυτό του, ενώ παράλληλα καλλιεργεί το κλίμα διαλόγου με τον αναγνώστη. Θα τολμούσα να πω ότι επιλογή αυτή του συγγραφέα, να τοποθετήσει δηλαδή, την αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο περίπου λίγο μετά τα μέσα του βιβλίου είναι πολύ καίρια. Στα προηγούμενα διηγήματα έχει καταφέρει να τραβήξει την προσοχή μας και σε αυτό το σημείο έρχεται όχι μόνο για να μας διεγείρει συναισθηματικά, αλλά και για να μας δώσει να καταλάβουμε πως μόνο μέσα από την αμοιβαία εμπιστοσύνη που έχει χτίσει ο συγγραφέας με εμάς τους αναγνώστες μπορούμε να παραδεχτούμε και να συμφωνήσουμε σιωπηρά πως «Και τότε οι γονείς αγρίευαν για να σε συνετίσουν» και μια σελίδα μετά με το «Αυτός ο κόσμος ήμουν εγώ κι ο εαυτός μου».

Στο «Μια από τις πρώτες λιακάδες» μεταφερόμαστε σε ένα παιδικό δωμάτιο και βλέπουμε δυο γυναίκες να ασχολούνται με τις δουλειές του σπιτιού και ένα παιδί να τις παρατηρεί και να χάνεται στις σκέψεις του, οι οποίες αποτελούν προοικονομία της ενήλικης ζωής «Καθώς απ΄ τις μεγάλες πορτοκαλιές βελέντζες στάζαν άργά, υγρά, απαστράπτοντα διαμάντια του μέλλοντος οι ενδόμυχες προσμονές».

Στο διήγημα «Με αγάπη» έχουμε και την πρώτη άδηλη αφιέρωση. Το διήγημα αυτό του Γιώργου Κωνσταντινίδη εικάζω ότι αποτελεί κάποιου είδους αφιέρωση προς τη μητέρα του. Είθισται οι αφιερώσεις να απαντώνται στις πρώτες σελίδες ενός βιβλίου. Ο συγγραφέας όμως, δεν επιλέγει την πεπατημένη οδό και μας ξαφνιάζει: «Στο οδοντιατρείο της μάνας μου περνούσα μικρός κάποιες ώρες.» Κι ύστερα με ένα λογικό άλμα κλείνει το διήγημά του με την εξής φράση, που ξεχώρισα και αγάπησα πολύ: «Χρόνια μετά, ένα ήσυχο απόγευμα, χαζεύοντας για ώρα πολλή την υπόλευκη αντανάκλαση του ουρανού στην ατάραχη θάλασσα, μου πέρασε η ιδέα πως κάπως έτσι κι εμείς, κάπως έτσι τυλιχτήκαμε στα σύννεφα».

Στο «Στην άμμο», που με μια δική μου αλλαγή ο τίτλος παράτολμα και τολμηρά γινόταν «Στο χώμα» θα μιλούσαμε για ένα μακάβριο θέαμα, μια τελετή δοσμένη με σαρκαστική και κυνική διάθεση «Και δεν βλέπουμε ότι έτσι σφηνωμένοι, ο καθένας στη θέση του. Μπορεί να μη μας βρέξει η βροχή ποτέ, μα δεν θα μας ζεστάνει κι ο ήλιος…Ποτέ.»

Στο «Με μιαν ανάσα» ο τόνος γίνεται συμβουλευτικός, έμμεσα παρακινητικός « Τη ζωή που κυνηγούσα παράτησα. Και κάνω τώρα μια ζωή που χαίρομαι.»

Στο ποίημα με τίτλο «Δυτικά» η φωτογραφία και το ποίημα μας μεταφέρουν για καφέ στη Νεράιδα. Λίγο πριν το δείλι σαν σε παράφραση του γνωστού ποιήματος του Γ. Σεφέρη «Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν», ο Γιώργος Κωνσταντινίδης κάνει το πρώτο ενικό πρόσωπο, τρίτο πληθυντικό και λέει: «Λίγοι είν’ αυτοί που καρτερούν μέρα τη μέρα τελικά την ομορφιά να βασιλέψει.»

Και στο τελευταίο διήγημα «Το κολίμπρι» γύρισα πίσω στο παρελθόν. Τότε που γνώρισα τον λογοτέχνη Γιώργο Κωνσταντινίδη, τότε που μου εκμυστηρεύτηκε• και εγώ γράφω. Αυτό το διήγημα έχει βραβευτεί. Τον ευχαριστώ που μου εμπιστεύτηκε το βιβλίο του για να το παρουσιάσω εδώ σε εσάς. Εγώ αυτό που ξεχώρισα είναι ο πολύπλευρος συγγραφικός κόσμος του. Ένας κόσμος που δοκιμάζεται σε κάθε λογοτεχνική φόρμα και βγαίνει νικητής στη μάχη της γραφής.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *