Είχαν να βρεθούν καιρό.
Οι γυναίκες, αν είναι φίλες καρδιακές, περνάνε καλά μαζί.
Επίσης, ο χρόνος για τις γυναίκες είναι ένα καυτό θέμα, ακόμα κι όταν έχει σχέση με το πόσο καιρό έχουν να τα πουν μεταξύ τους.Δεν αφήνουν ούτε μια στιγμή αδιήγητη, αν δεν είναι σίγουρες ότι όλα έχουν ειπωθεί με σαφήνεια, ακρίβεια και λεπτομέρεια. Τα πράματα τα παίρνουν από το τέλος και τα φτάνουν ακόμα και στην πιο μηδαμινή αρχή τους. Εδώ δεν έχει μαθηματικά και τσάτρα πάτρα, Έχει ενδελεχής εξέταση και περίσκεψη κάθε πιθανού και απίθανου γεγονότος, σκέψης, δράσης και αδράνειας.Κι οι άντρες εκείνες τις στιγμές, αν υπάρχουν εκεί γύρω και βρίσκονται σ΄ άλλη φάση, συνήθως απορούν. Μα πώς γίνεται να περνάνε καλά; Ούτε ένας γκόμενος δίπλα τους, ούτε μια λοξή ματιά! Τι γίνεται;
Έτσι συμβαίνει, αν οι γυναίκες είναι φίλες καρδιακές. Στα υπόλοιπα είδη γυναικείας φιλίας τα θέματα περνάνε και δεν ακουμπάνε ανάμεσα σε μερικές φιλοφρονήσεις του τύπου, αχ κοριτσάκι μου, αχ αγάπη μου, τι λες χρυσή μου, ναι, καλή μου και κάτι τέτοια. Το μάτι παίζει δεξιά αριστερά αναζητώντας οποιαδήποτε έξοδο διαφυγής: γνωστός, γνωστή, υποψήφια γκόμενα, υποψήφιος γκόμενος, κινητό, τουαλέτα, πόρτα, τροχάδην και σπίτι.
Είχαν να βρεθούν καιρό.
Ήθελαν να στριμώξουν τα πολλά τους σε κάτι μικρό. Ίσως το πιο μικρό της πόλης, με θέα το κέντρο της πόλης. Να τα αφήσουν όλα εκεί. Να γίνουν ένα με όλους τους άλλους, να σκάσουν, να πνιγούν. Κι αυτές να φύγουν άδειες, αφήνοντας τους άλλους να παρακαλάνε για μια τζούρα αέρα, πληρώνοντάς τη ίσα με δυο μυτιές κόκα απ΄ αυτή που σνιφάρουν οι του χόλυγουντ και πεθαίνουν στα 50 βαριά 60 κι όχι απ’ τα 20.
Είχαν να βρεθούν καιρό.
Αφού άναψαν το πρώτο τσιγάρο και ήπιαν το πρώτο ποτό, λες κι ήταν διψασμένες από πάντα, άρχισαν να τα λένε. Έτσι όπως είπαμε ότι τα λένε δυο φίλες καρδιακές. Το μόνο που τις ένοιαζε ήταν να έρχονται τα ποτά. Ούτε καν ήξεραν ποιος ή ποια τους τα έφερνε. Τα μάτια δεν έφευγαν από τα ματιά της άλλης σαν μία χάντρα, μέσα σε μία άλλη χάντρα.Και ενόσω τα λέγανε, ένα ζευγάρι μάτια έγδυνε τις κουβέντες τους. Άκουγε κι εκτιμούσε την κατάσταση. Μετρούσε τις παύσεις, σφυγμομετρούσε τις αλήθειες, ζύγιζε τις βρισιές, όσο πιο βαριές τόσο καλύτερα για ‘κεινον. Πολλά άκουγε, ένα δεν καταλάβαινε. Δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό το ένα, που έκαιγε τα σωθικά του. Κι ήταν αυτό το πρόσωπό της ένα μη με λησμόνει μετά το βαρύ του χειμώνα. Μια μυρωδιά μνήμης, έρωτα, αγάπης του ‘ρχοταν από τα βάθια της ψυχής του, κι ας τα μάτια του να μην είχαν ξαναδεί το μη με λησμόνει Του. Θα γινόταν Του, ένα κατάδικό Του, φτάνει μόνο να έλυνε την απορία του. Να έφευγε το εμπόδιο από μπροστά του. Κι αυτός θα γινόταν ο καλύτερος προστάτης του μη με λήσμόνει ΤΟΥ. Ούτε σε βάζο, ούτε σε γυάλα, ούτε σε γλάστρα θα το ΄χε. Ό,τι του ΄λεγε εκείνο. Αυτό θα έλεγε και εκείνος θα έκανε.
Εκείνη με το ωραίο πρόσωπο, το μη με λησμόνει Του, έπρεπε να πάει προς νερού της. Τότε βρίσκει την ευκαιρία και πλευρίζει ή μάλλον κεντρίζει την άλλη καρδιακιά φίλη:
-Τα άκουσα όλα. Ένα όμως δεν κατάλαβα. Είναι παντρεμένη ή χωρισμένη η φίλη σου;
Λίγο το σάστισμα, λίγο το ποτό, λίγο η αδιακρισία, απαντά η άλλη, παντρεμένη.
-Τη βέρα γιατί την έχει; Γιατί δε φοράει τη βέρα της; Τόσο χρόνο έχασα!
σε μια φίλη
Ελένη Γκόρα