Πρόσεξε!
Μην αφεθείς
Μη δεθείς
Μην πεις ποτέ Σ’αγαπώ
Μη γίνεις το θύμα
Όλα θα πάνε στραβά
Είναι εθνική προδοσία, είναι μία αυθαιρεσία
Κι άσε ό,τι καλό έχεις μέσα σου να γίνει θηρίο να σε κατασπαράξει. Και η καρδία σου να σε μισεί γιατί δεν την άφησες να νιώθει. Μα κάθε φορά που ένιωθες γινόσουν χίλια κομμάτια κι άντε πάλι απ’την αρχή…
Ένα βήμα πριν το μεγάλο άγνωστο και κανείς δεν είναι εκεί για να σε χαιρετήσει, για να σου πει πως όλα θα πάνε καλά.
Σκέψεις, σκέψεις! Τρελές, αλλοπρόσαλλες
Ποιος νοιάζεται? Κανείς!
Λόγια από παντού, απόψεις, γνώμες επί παντός επιστητού…
Κι εσύ κοκαλώνεις, μία σκιά, ένα σώμα σακατεμένο σε μία γωνιά κάτω από το φως της λάμπας.
Κρίση πανικού
Τι να το κάνεις ένα ζεστό, άνετο κρεβάτι, όταν κάθε φορά που ξαπλώνεις τρέμεις δίχως λόγο.
Τα μάτια ανοιχτά, αφουγκράζεσαι τη σιωπή, που διακόπτεται βίαια απ’όσα νόμιζες πως είχες θάψει μέσα σου σε τάφο βαθύ – οι νεκροί μας εκδικούνται. Μα εσύ δεν τα θυμάσαι γιατί αυτά συμβαίνουν όσο κοιμάσαι, τα δάκρυα στο μαξιλάρι, οι εφιάλτες. Και το πρωί ξυπνάς ο κανονικός σου εαυτός, ξεχνάς. Όμως για μια στιγμή, εκεί ανάμεσα στο ασυνείδητο και το συνειδητό, παραλύεις και παλεύεις να πάρεις ανάσα.
Στέκεσαι κάτω από το φως της λάμπας και σκέφτεσαι: Tι ωραία που θα’ταν να περάσω τη φωτεινή γραμμή και να εξερευνήσω τη μαγεία που κρύβει το σκοτάδι.
Τα λόγια είναι αλυσίδες κοφτερές, μαστίγια με αγκάθια, πληγώνουν περισσότερο από ένα χέρι και χαράζονται στη μνήμη. Μα εσένα ποιος να σε καταλάβει? Και χωρίς να το καταλάβεις έχεις φτάσει στην ταράτσα ενός κτηρίου, στην άκρη, φλερτάρεις με το κενό φαίνεται τόσο γοητευτικό, λυτρωτικό θα έλεγα… Κανείς δεν είναι εκεί για να σε σώσει ένα βήμα πριν την πτώση, μήτε φύλακας άγγελος για να θρηνήσει, να φωνάξει.
Τον εαυτό σου μόνο εσύ θα σώσεις, λένε. Θετικό μου ακούγεται, αλλά καθόλου πρακτικό. Στην πραγματική ζωή θες ένα χέρι να σε τραβήξει και κάποιος να σου πει: Μη φοβάσαι εγώ είμαι εδώ…
Ακούει κανείς?
Κώμα
Και ξαφνικά η ιστορία επαναλαμβάνεται, μόνο με μία διαφορά , κλαις λιγότερο κάθε φορά και μαζεύεις πιο γρήγορα τα κομμάτια σου, δεν έμειναν πολλά, δεν θ’απομείνει τίποτα στο τέλος… Θέλω να γίνω θύτης όπως εσύ, δεν απέχω και πολύ. Θα πεθάνει κι αυτή. Και έτσι θα γίνω θύτης κι εγώ, χωρίς ελπίδα θα τριγυρνώ και θα παίρνω από τους άλλους ό,τι μπορώ, δε θα νιώθω, μονάχα θ’αδιαφορώ,
Θέλω να σωπάσετε, να σωπάσει το μυαλό, ίσως το τινάξω στον αέρα κι αυτό…
Όλοι για κανέναν κι ένας για το τίποτα.