Είναι μια γυναίκα -γραφική μάλλον φιγούρα- της γειτονιάς, της πόλης, του κόσμου όλου.

Συνήθως την πετυχαίνω στο σούπερ μάρκετ μπροστά από το ψυγείο με τα σαλάμια και τα κασέρια. Κάνει να διαλέξει τι θα πάρει και την ακούω να μαλώνει τον εαυτό της φωναχτά. Ότι δε μαγειρεύει καλά, ότι ξοδεύει πολλά, ότι δεν προσέχει, ότι είναι κούτσουρο, ότι μιλάει πολύ, ότι δεν ξέρει να κάνει τίποτα και άλλα τέτοια απαξιωτικά.

Μάλλον της τα έλεγαν όταν ήταν μικρή και τώρα τα επαναλαμβάνει σαν από ρουτίνα. Μπορεί και να τα έχει πιστέψει. Και αυτό είναι το χειρότερο απ΄ όλα. Μια άλλη φορά, ενώ δεν το περίμενα, μιας και την είχα συνδυάσει με το σούπερ μάρκετ, την πέτυχα στη στάση του προαστιακού.

Το τρένο θα ‘φευγε κι αυτήν καθόταν απ΄ έξω και μάλωνε πάλι τον εαυτό της. Ότι είναι γυναίκα και ότι οι γυναίκες είναι πουτάνες και σκέφτονται μόνο τα λεφτά. Ο οδηγός την ήξερε και περίμενε μέχρι να τελειώσει τον εξάψαλμό της. Έπειτα, ξανάνοιξε την πόρτα του τρένου κι αυτή σαν να μη συνέβη τίποτα ανέβηκε πάνω. Θα το βουλώσω, είπε και μας ρώτησε, αν έχουμε μια τσίχλα. Όλοι αρχίσαμε να ψάχνουμε για μια τσίχλα, ώσπου μας ενημέρωσε ότι δεν τη χρειάζεται. Τσίχλες μασάνε οι κατσίκες.

Χθες την πέτυχα στο πεζοδρόμιο. Ήμασταν αντικρυστά. Αυτήν τη φορά μάλωνε τον εαυτό της για την ασκήμια της. Ότι λίγο πιο όμορφη να ‘βγαινε, λίγο πιο έξυπνη, πώς βγήκε έτσι . . . Και καθώς πλησιάζαμε όλο και πιο πολύ η μία την άλλη, σήκωσε το κεφάλι της από κάτω και μου είπε:Καλή τύχη! Καλό Φθινόπωρο, τσούπα μου! Σε όλους μας, της απάντησα.

Και φύσηξε ένα μικρό αεράκι και τα πήρε τα κομμάτια όλα.

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *