Tο πρόσωπό του ήταν κόκκινο από το κρύο.
Η γενειάδα του αγκαθωτή και γκρίζα.
Φορούσε ένα καφέ κοτλέ καπέλο με βαθύ γείσο, ένα χακί σακάκι με μεγάλες τσέπες, ένα φαρδουλό φθαρμένο τζιν κι ένα μεγάλο ζευγάρι μαύρα άρβυλα. Περπατούσε κι ακουγόταν χλάπα χλάπα.
Στο ένα του χέρι κρατούσε μια σακούλα, που είχε διάφορα άχρηστα-για όποιον τα έβλεπε- πράγματα και στο άλλο ένα μεγάλο κλαδί δέντρου για μαγκούρα.
Ήμουν μέσα στο αμάξι.
Κοιταχτήκαμε. Κοντοστάθηκε. Ύστερα από λίγο σήκωσε το κλαδί και ευχήθηκε “Καλή Χρονιά”.
Ύστερα προχώρησε μερικά βήματα και κοντοστάθηκε ξανά. Γύρισε το κεφάλι του, τον κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη και τον άκουσα να λέει πάλι “Κάλη Χρονιά”.
Κατευθύνθηκε προς τον Τοίχο της αγάπης.
Επεξεργάστηκε τις σακούλες με τα ρούχα και τα παπούτσια. Δεν ήταν τίποτα γι΄ αυτόν.
Χαμογέλασε και τα πήρε. Ήξερε πού να τα δώσει.
Και γω μέσα μου είδα για πρώτη φορά τον Άι-Βασίλη κι ας είχε ο μήνας 3 Ιανουαρίου.