Η φύση αποφάσισε.

Έτσι συμβαίνει σ΄ όλο το ζωϊκό βασίλειο. Όποιος ξεχωρίζει, πρέπει να βγαίνει απ’ τη μέση. Χαλάει τον μέσο όρο. Έτσι συνέβη και με τον Χέιστινγκς.Το όνομά του το πήρε από τον φίλο του Ηρακλή Πουαρό. Ευγενής, νωχελικός, αγαπησιάρης. Προτιμούσε τα χάδια παρά το φαΐ. Με το που μας έβλεπε έτρεχε να τριφτεί στα πόδια μας κι ας του έπαιρναν οι υπόλοιποι γάτοι το φαΐ μέσα απ΄ το στόμα. Δεν τον ένοιαζε το φαΐ. Αγάπη ήθελε. Ήταν και εκλεκτικός. Προτιμούσε τη μορταδέλα και τη γαλοπούλα παρά την πάριζα. Τη γατοτροφή και την κονσέρβα όχι δεν τις άγγιζε, ούτε που τις μύριζε.

Πολλοί τον αγαπούσαμε σ΄ αυτήν τη γειτονιά. Ήταν ο χαϊδεμένος μας. Οι συνταξιούχοι κύριοι της γειτονιάς σηκώνονταν 4-5 η ώρα το πρωί, πήγαιναν για ψάρεμα και ό,τι ψάρια έπιαναν τα έριχναν στον Χέστινγκς και στους δυο ημιάγριους φίλους του. Όλοι λέγαμε θα τον βγάλει ή δεν θα τον βγάλει τον χειμώνα; Ήταν πολύ φιλικός με τους ανθρώπους. Μάλλον είχε γεννηθεί σε σπίτι. Και μόλις απογαλακτίστηκε τον άφησαν εδώ. Ήταν σοκαρισμένος στην αρχή. Του πήρε χρόνο να προσαρμοστεί έξω. Σιγά σιγά μεγάλωσε, πάχυνε, έκανε γούνα. Φαινόταν ότι τα κατάφερνε.

Όταν είχε κρύο καμιά φορά τον παίρναμε πάνω στο σπίτι. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιμάται. Δεν χόρταινε με τίποτα μορταδέλα και ύπνο. Έκανε την τουαλέτα του στη λεκάνη με την άμμο που του είχαμε αγοράσει και επέστρεφε ξανά στην πολυθρόνα. Απ΄ όλο το σπίτι την πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο είχε κάνει δικιά του. Όταν ξεκουραζόταν -συνήθως του αρκούσαν μερικές ώρες ύπνου-γρατσουνούσε την πόρτα. Την ανοίγαμε, μπαίναμε στο ασανσέρ και κατεβαίναμε κάτω. Έβρισκε τους δυο φίλους του και χάνονταν όλοι μαζί. Πάντα όμως εδώ γύρω. Δεν ξεμάκραιναν.

Οι υπόλοιποι γάτοι της γειτονιάς τον ζήλευαν.Τον κοιτούσαν με κακία. Πολλές φορές τους διώχναμε για να μην τον πειράξουν. Τους διώχναμε για να μην πειράξουν αυτόν και την παρέα του. Ήταν μεγάλοι κι είχαν μάθει τους νόμους εκεί έξω. Το βράδυ της Τρίτης, αν και μένουμε στον τρίτο, με ξύπνησαν τα ουρλιαχτά των γατών. Είχα τρομάξει πολύ. Μου πήρε ώρα να κοιμηθώ ξανά.

Το πρωί της Τετάρτης ο Χέιστινγκς έλειπε. Υποθέσαμε ότι κάπου θα τρύπωσε, επειδή είχε κρύο. Συνεχίσαμε να τον ψάχνουμε όλη την Πέμπτη και όλη την Παρασκευή. Τελικά, ένας συνταξιούχος κύριος ένοικος κι αυτός της πολυκατοικίας είπε ότι το πρωί της Τετάρτης τον βρήκε κοκαλωμένο με τα ματάκια του ανοιχτά και τους δυο φίλους του να κλαίνε πάνω απ΄ το κεφάλι του. Δεν είχε αίμα πουθενά. Ούτε εμετό είχε κάνει. Τα έλεγε όλα αυτά και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του.

Ο Χέιστινγκς έπαθε ανακοπή. Εκείνο το βράδυ που οι γάτοι ούρλιαζαν του την είχαν στημένη. Τον περικύκλωσαν. Αυτός τρόμαξε. Δεν του άρεσαν οι μάχες. Ήταν ήσυχος. Από τον φόβο του η καρδούλα του στάματησε να χτυπάει.

Χέιστινγκς, το ξέρουμε ότι έφυγες επειδή ξεχώριζες. “Τα κεφάλια που ξεχωρίζουν κόβονται”. Έτσι συμβαίνει σ΄ όλο το ζωϊκό βασιλείο. Αντίο, Χέιστινγκς!

Σ΄ ευχαριστούμε που μας έδωσες τόση χαρά κι αγάπη.

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *