Αν δεν έβρεχε, γεμιστά θα ‘κανα.

Θα μου πεις πού κολλάει η βροχή με τα γεμιστά; Ντομάτες και πιπεριές θα ‘παιρνα απ΄ τη λαϊκή. Όμως, έβρεχε και δεν είχα καμιά όρεξη να χαζεύω τους πάγκους, ενώ θα έσταζαν τα νερά απ’ τις τέντες στο κεφάλι μου. Πήγα στο σούπερ. Και έτσι όπως περιπλανιόμουν ανάμεσα στα ράφια και τα ψυγεία, μου ‘ρθε η ιδέα να πάρω μπαρμπούνια. Τα είδα κόκκινα και γυαλιστερά με τα μουστάκια τους τα μακριά και μου άρεσαν. Τα ‘ριξα στο καλάθι μαζί με ένα κουτί πλιγούρι.

Γύρισα σπίτι και έβαλα μία κούπα πλιγούρι να μουλιάσει. Άνοιξα τη σακούλα με τα μπαρμπούνια και είδα ότι χρειάζονταν καθάρισμα. Ω, ρε! Άρχισα να βρίζω και να ξύνω λέπια. Πετάγονταν παντού. Στο νεροχύτη, στο πάτωμα, στα υπόλοιπα πιάτα που στέγνωναν. Ακόμα και μες την καφετιέρα, στην τοστιέρα και στο ηλεκτρικό μπρίκι βρήκαν και πετάχτηκαν. Ένα μάλιστα, τρύπωσε μες την μπλούζα μου και έμεινε κολλημένο στο στέρνο μου σαν φλούδα από παγάκι. Τα χέρια μου βρομούσαν. Άνοιξα τις κοιλιές τους και ξερίζωσα με δύναμη τα εντόσθια. Μερικά κρατιόντουσαν γερά. Πέταξα το μαχαίρι και άρχισα να τα τραβάω με δύναμη. Άλλη φορά μπαρμπούνι και γενικά ψάρι ακαθάριστο δεν έχει.

Όταν πια ήταν έτοιμα τα ξέπλυνα καλά. Έστρωσα μια λαδόκολλα στο ταψί, τη λάδωσα και έβαλα τα μπαρμπούνια. Τα αλάτισα, τα πιπέρωσα, τα ριγάνισα και τα στόλισα με φέτες από λεμόνι και φύλλα από μανταϊνό. Τα σκέπασα και με μια άλλη λαδόκολλα και τα έβαλα να ψηθούν. Στη συνέχεια έβρασα το πλιγούρι, το σούρωσα, το άφησα να κρυώσει και το έβαλα σε ένα μπολ. Έκοψα μία ντομάτα και δυο πιπεριές, που είχα στο ψυγείο, σε κυβάκια, μάδησα και τον υπόλοιπο μαϊντανό, έριξα λάδι και μπαλσάμικο και τα ανακάτεψα όλα μαζί. Έβγαλα τα μπαρμπούνια απ΄ το φούρνο. Διάλεξα δύο και τα ‘βαλα στο πιάτο μου μαζί με τρεις μεγάλες κουταλιές σαλάτα πλιγούρι.

Έφαγα και δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου. Σκεφτόμουν πώς τα καθάρισα. Μπήκα για μπάνιο. Σαπουνίστηκα καλά καλά και με το κατακάθι απ΄ τον ελληνικό καφέ έτριψα τα χέρια μου. Ντύθηκα, βάφτηκα και έφυγα για μάθημα.

Σε όλο το μάθημα ένιωθα το λέπι κάτω απ΄ την μπλούζα να παγώνει το στέρνο μου.

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *