Όλα ήταν έτοιμα. Οι ανιψιές μου, παρανυφάκια στο γάμο, είχαν βάλει τα ροζ φουστανάκια τους και τα καλά τους παπούτσια. Τα μαλλάκια τους στολισμένα με λουλούδια. Εγώ είχα ράψει ειδικά ένα φόρεμα για την περίσταση, από σιφόν και δαντέλα. Εννοείται ότι είχα πάει κομμωτήριο. Και φυσικά είχα αγοράσει ένα καινούριο ζευγάρι καστόρινες γόβες σε ροζ χρώμα για να ταιριάζει. Εξάλλου δεν ήταν μια οποιαδήποτε περίσταση. Ο άνθρωπος που παντρευόταν ήταν σημαντικός για μένα. Είχαμε περάσει όλα τα στάδια μιας σχέσης – την ερωτική, την συμβιωτική, τον χωρισμό, την απόσταση – σε μια περίοδο της ζωής μας με πολλά δύσκολα γεγονότα που μας είχαν ενώσει αλλά και χωρίσει, ταυτόχρονα. Τώρα πια, που ο καθένας είχε τραβήξει το δρόμο του, υπήρχε μια βαθιά φιλία – ένας υπόγειος σύνδεσμος υφασμένος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Κάθε φορά που ήμουν ζορισμένη πήγαινα να τον βρω στο μαγαζί του. Μόνο η παρουσία του ήταν ικανή να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Πριν ένα χρόνο και κάτι μήνες είχε έρθει στην κηδεία της γυναίκας του αδελφού μου. Ήταν αδελφικοί φίλοι πολλά χρόνια, από παιδιά. Συνοδευόταν από μια κοπέλα. Συστηθήκαμε. Και μια μέρα, όχι πολύ καιρό μετά, με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι θα μου στείλει την πρόσκληση για το γάμο. Ήταν κοινή απόφαση, είπε. Εξάλλου, οι ανιψιές μου θα ήταν παρανυφάκια.

Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Μ’ άρεσε πολύ αυτό που έβλεπα. Το μόνο που έμενε ήταν να φορέσω τα καινούρια μου παπούτσια για να συμπληρωθεί το σύνολο. Ετοιμάστηκα, μάζεψα τα παιδιά και άνοιξα την πόρτα για να φύγουμε. Ο αδελφός μου είχε ήδη φτάσει και περίμενε. Μόλις κατέβηκα το πρώτο σκαλοπάτι, το τακούνι σκάλωσε σε μια μικρή τρύπα στο μάρμαρο. Στην προσπάθεια μου να το βγάλω, ξηλώθηκε ολόκληρο το παπούτσι. Έμεινε εκεί, να χάσκει μετέωρο. Έχασα τη μιλιά μου. Τι ειρωνεία! Ο άνθρωπος που παντρευόταν ήταν υποδηματοποιός.

 

 

 

Αλίνα Τριανταφύλλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *