Η ώρα είναι λίγο μετά τις εφτά το απόγευμα. Κάθονται στον καναπέ. Ο καθένας έχει τη θέση του. Τώρα πια και ο ίδιος ο καναπές λέει με τον τρόπο του ποια θέση ανήκει σε ποιον. Κάθε κώλος έχει αφήσει ανεξίτηλα το αποτύπωμά του.

Έχουν ανοιχτή την τηλεόραση. Περιμένουν τη νέα ανακοίνωση του Κούλη. Ο Κούλης βγαίνει. “Έρχεται Σαββατοκύριακο. Περιορίστε τις μετακινήσεις. Μείνετε σπίτι. Ακούστε μουσική, διαβάστε βιβλία”. Εκείνοι καθισμένοι στον καναπέ του απαντούν: “Τα κάναμε!”

Σκέφτονται. Πόσοι ψόφησαν στην Ιταλία; Ποιος απ΄ όλους άφησε την Ελλάδα με τόσες λίγες κλίνες ΜΕΘ; Γιατί δεν γίνονται έλεγχοι να βρουν ποιος μεταδίδει τον ιό; Πότε θα ανακοινώσουν τα πραγματικά νούμερα; Πώς θα γίνει να πουν στον γείτονα να μην φταρνίζεται, όταν απλώνουν τα ρούχα; Τι θα γίνει εάν ένα μολυσμένο σαλίδιο τους βρει;

Καταλαβαίνουν ότι πρέπει να μπουν ακόμα πιο μέσα στο σπίτι τους. Πολύ πιο μέσα.

Ακόμα και η βόλτα στην ερημιά της φύσης τους γεμίζει φόβο. Μπορεί η σόλα των παπουτσιών τους να πατήσει πάνω σε μία άλλη σόλα. Σε μία άλλη σόλα που πέρασε απ’ την πόλη. Και στην πόλη ο κορονοϊός μπαινοβγαίνει μέσα από κάθε σώμα. Δοκιμάζει να βρει το σώμα που του κάνει. Κι όταν το βρει, το κυριεύει ολόκληρο.

Θα βγάλουν την παπουτσοθήκη έξω. Κι ας τα πάρουν. Όλα. Παλιά, καινούρια, σκισμένα.

Τώρα θα φοράνε μόνο παντόφλες. Ό,τι χρειάζονται, θα το παραγγέλνουν online.

Οι άνθρωποι συνηθίζουν.

 

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *