Τρίτη πρωί.

Χτυπάει το κουδούνι. Ο διαχειριστής, σκέφτηκα, για να μου δώσει τα κοινόχρηστα. Ανοίγω. Ήταν ο γείτονας από κάτω. Παραξενεύτηκα. Τι να θέλει; Η φάτσα του έμοιαζε με ηφαιστειογενές πέτρωμα.

-Πάρτε τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη τώρα! Θα κάνω μήνυση!

-Γιατί, τι έγινε; ρωτάω.

-Έχουν φουσκώσει τα ταβάνια μας, μου λέει με αγανάκτηση.

-Σήμερα;

Τα μάσησε τα λόγια του. Τον καθησύχασα και τον έστειλα σπίτι του. Κανά βάλτο θα χουμε κάτω απ’ τα πόδια μας και δεν το ξέρουμε. Και άρχισα να φτιάχνω ένα παραμύθι με έναν δύτη, που τον άρπαξαν και τον μπάζωσαν για να αντέχει η πολυκατοικία στους σεισμούς και σε κάθε κούνημα αυτός έβγαζε νερό από μια τρύπα που ‘χε στη μασχάλη. Και όταν έφτασα στο τέλος, κόλλησα. Πήρα τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη. Ήρθε παραπονεμένος ο γείτονας από κάτω . . . Και του διηγήθηκα όσα ξέρω.

Στέλνει αμέσως έναν υδραυλικό, φίλο του, ξάδελφο, ξέρω ‘γώ. Έρχεται. Βλέπει όλο το σπίτι. Κουζίνα, μπάνιο, βεράντα. Ανοιγοκλείνει βρύσες, σπρώχνει πλυντήρια, ψαχουλεύει ντουλάπια, πατάει καζανάκια. Δεν ξέρω ποια απ΄ όλες τις σωλήνες είναι, αποφαίνεται με αινιγματικότητα. Πάντως προτού το νοικιάσετε εσείς, μια φορά είχε πλημμυρίσει. Θα ρθω από Δεύτερα! Να τα γκρεμίσω, να τα φτιάξω όλα! Α, καταπληκτικά και χτυπάω το χέρι στο μπούτι μου. 

Να τα μας! Αυτό δε μου αρέσει καθόλου. Αχ! Και πού θα χέζω; Και πού θα κάνω μπάνιο; Θα πήξω στην ξηρά τροφή, στη σκόνη και στο γκάπα γκούπα. Αλλά και σε τι φταίει ο από κάτω να μένει σε σπίτι με ταβάνι φουσκωτό σα σουφρωμένο γκρίζο σύννεφο;

Ο γενναίος τα τραβάει όλα!

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *