Πριν από δυο χρόνια η Ερατώ βίωσε ίσως έναν από τους μεγαλύτερούς της φόβους. Εάν και 22 χρονών, τον βίωσε και την απομόνωσε.

Μια νύχτα η ηρωίδα μας, στην πόλη που σπούδαζε και ίσως ακόμα να σπουδάζει, γυρνούσε στο σπίτι της μετά από μια επίσκεψη σε φιλικό σπίτι. Ήταν αργά, 12 τα μεσάνυχτα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι κι όχι πολύ καλά φωτισμένοι. Καθώς περπατούσε η Ερατώ, κάπως βιαστικά, γιατί ήταν κουρασμένη και χαμένη στις σκέψεις της, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο.

-Ερατώ, πού πας; άκουσε μια φωνή να της λέει.

Γυρίζει η Ερατώ και βλέπει έναν γνωστό της.

-Α, γεια σου! Πάω σπίτι μου!

-Έλα, να σε πάω εγώ. Είναι αργά! της λέει.

-Μα, δεν ξέρεις πού μένω! Δεν μπορείς να με πας!

-Θα μου πεις εσύ, Ερατώ! Έλα! Έλα!

Η Ερατώ μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο κάπως ανακουφισμένη που θα έφτανε σπίτι της γρήγορα-έτσι νόμιζε τουλάχιστον! Σε όλη τη διαδρομή, η Ερατώ κι εκείνος ήταν σιωπηλοί. Σε μια στιγμή εκείνος σταματάει απότομα το αυτοκίνητο σε ένα σκοτεινό μέρος. Η Ερατώ κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά κι αμέσως λοιπόν, τον ρώτησε τι συμβαίνει.

-Γιατί σταματήσαμε;

-Για να μιλήσουμε, της λέει.

-Και τι να πούμε;

-Τα νέα μας!

-Μα έχουμε καιρό να μιλήσουμε… Ας τα πούμε άλλη φορά! Είναι αργά, θέλω να γυρίσω σπίτι μου, του λέει η Ερατώ.

Και εκείνος ξαναξεκινάει το αυτοκίνητο. Η Ερατώ του λέει να προχωρήσει και όταν φτάσουν έξω από ένα super market, εκεί να την αφήσει. Φτάνουν στο super market, σταματάει εκείνος το αυτοκίνητο, τον ευχαριστεί η Ερατώ, κάνει να κατέβει, αλλά οι πόρτες του αυτοκινήτου ήταν κλειδωμένες. Γρήγορα γρήγορα της αρπάξε εκείνος το χέρι και της λέει:

-Είσαι πολύ ωραία γυναίκα!

-Γιατί κλείδωσες τις πόρτες; τον ρωτάει η Ερατώ.

Και κείνη τη στιγμή η Ερατώ σιγουρεύτηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Έπρεπε να φύγει και σύντομα μάλιστα. Ένιωθε τον κίνδυνο κι αυτό έκανε την καρδιά της να χτυπάει όλο και πιο δυνατά.

-Θέλω να μου κάνεις μία αγκαλιά, της είπε εκείνος.

Η Ερατώ αποφάσισε να του κάνει μία αγκαλιά για να μπορέσει να φύγει το συντομότερο δυνατό. Ήξερε πως αν δεν κάνει ό,τι ήθελε εκείνος δεν θα γυρνούσε σπίτι της. Δεν ήξερε όμως, ή μάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που ήθελε εκείνος.

-Άντε να σου τη δώσω, γιατί πρέπει να φύγω!

Καθώς λοιπόν, η Ερατώ πήγε να τον αγκαλιάσει, εκείνος της έπιασε το κεφάλι και το πίεσε, έτσι ώστε τα χείλη της να ακουμπήσουν τα γεννητικά του όργανα. Κάποια στιγμή, που η Ερατώ δεν το είχε καταλάβει, εκείνος είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του. Της έπιασε και το άλλο χέρι. Άρχισαν να της πονάνε οι καρποί.

-Σου αρέσει, μωρή; ρώτησε εκείνος.

Η Ερατώ δεν μπορούσε να απαντήσει. Προσπαθούσε να απελευθερώσει τα χέρια της, κούναγε τα πόδια της, αλλά δεν τα κατάφερνε. Κάποια στιγμή όταν ικανοποιήθηκε εκείνος και την άφησε, η Ερατώ έβαλε τα κλάματα και πανικόβλητη προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. Εκείνος της άνοιξε την πόρτα και της είπε:

-Βγες έξω, ηλίθια!

Η Ερατώ βγήκε και εκείνος έφυγε. Η Ερατώ έμεινε τώρα μόνη της στη μέση του πάρκινγκ να κλαίει. Αφού έκλαψε αρκετά, άρχισε να περπατάει προς το σπίτι της. Κι όταν έφτασε μπήκε κάτω από τα σκεπάσματά της με σκοπό να το ξεχάσει. Δεν ήξερε όμως, ότι η νύχτα αυτή θα της κόστιζε απομόνωση μηνών και θα τη βασάνιζε για χρόνια.

Ηθικό δίδαγμα: Οι γνωστοί δεν είναι φίλοι και μετατρέπονται σε λύκοι.

 

 

 

 

Αριάδνη Γράψα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *