Στην Κομοτηνή λένε ότι κλαις δυο φορές· μία όταν πας και μία όταν φεύγεις.

Όταν πήγα δεν έκλαιγα καθόλου. Ίσα ίσα ανυπομονούσα πότε θα μείνω μόνη μου και πότε επιτέλους, θα σπουδάσω αυτό που ήθελα. Ούτε και ήξερα πού πήγαινα, ούτε και που με ένοιαζε.

Κάτι γνωστοί έλεγαν: εκεί πάνω έχει μεμέτια και κοίτα μην ερωτευτείς κανέναν και μείνεις-σήμερα πιστεύω θα λένε τα ίδια χειρότερα! Τούρκος πάντως ερωτικά δεν με κοίταξε. Ε, μπορεί και να μην το κατάλαβα!

Μια μάνα ενός Τούρκου μια φορά ήθελε να με κάνει νύφη της. Την είχα γνωρίσει στο λεωφορείο στη διαδρομή Κομοτηνή-Θεσσαλονίκη. Καθόμασταν δίπλα δίπλα και συζητούσαμε. Πόσες ώρες ταξίδι τότε; Προτού γίνει ο δρόμος. Και λίγο πριν φτάσουμε μου δίνει σε χαρτάκι το τηλέφωνο του γιου της. Το τσαλάκωσα και το πέταξα. Ένιωσα σαν να είχε προσβάλει τον γιο της, σαν να μην του έδινε την ευκαιρία να διαλέξει μόνος του. Μου είχε τάξει θυμάμαι και χρυσαφικά, μιας και είχαν κοσμηματοπωλείο. Δεν συγκινήθηκα. Ίσα ίσα τότε σκέφτηκα· για να ανακατεύεται σ΄ αυτά η μάνα, φαντάσου τι σχέση θα έχει με τον γιο…

Όταν έφυγα από την Κομοτηνή έκλαψα πολύ. Εκτός του ότι είχα περάσει καλά, είχα κάνει και πολύ καλούς φίλους.

Και νά που τα έφερε έτσι η τύχη, που μετά από εννιά χρόνια επισκέφτηκα την Κομοτηνή. Άλλαξε πολύ. Ο πεζόδρομος, τα μαγαζιά. Στη μύτη μου το άρωμα ήταν ίδιο. Από το σπίτι που νοίκιαζα, δεν πέρασα. Δεν είχα τον χρόνο, αλλιώς θα το έκανα. Κοσμίου 27, 3ος όροφος, αυτήν ήταν η διεύθυνσή μου.

Την επίσκεψή μου αυτήν θα την χαρακτήριζα επιφανειακά ανιχνευτική-επαγγελματική, βαθιά όμως, μέσα μου εντελώς αναμνηστική.

Απ΄ όπου περνούσα κάτι θυμόμουν-αχνά. Το φωτοτυπάδικο,το κλόπιλαντ, όπως το λέγαμε, το σιντριβάνι των ραντεβού, την πιτσαρία της eurovision, τα τρία σκαλάκια της τούμπας, το πάρκo των τελευταίων γενεθλίων εκεί, τις παραγγελίες με τις πηχτές σοκολάτες, την πρώτη δουλειά σε αθλητική εφημερίδα -και πώς μπήκα να δεις και ζήτησα να με πάρουν για την επιμέλεια (εντωμεταξύ, ούτε το ριμπάουντ δεν ήξερα τι σημαίνει, όχι, ότι τώρα ξέρω, αλλά δεν έφυγα γι΄ αυτό!);

Κι αν περπατούσα κι άλλο, θα θυμόμουν πολλά ακόμη.

Το μόνο που πρόλαβα να κάνω ήταν να αγοράσω δύο ελληνικούς-τούρκικους φρεσκοαλεσμένους καφέδες, έναν ξανθό κι έναν μαύρο, και ένα κιλό σουτζούκ-λουκούμ για να πίνω μια γουλιά και να τρώω μια μπουκιά απ’ το χθες κι ύστερα να επιστρέφω νοσταλγικά στο σήμερα.

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *