eleni-gkora-book

« Μια φορά έτυχα τον μπάρμπα – Βαγγέλη να ξοφλάει. Είχε πάρει λεφτά από τα καπνά. Ο μπακάλης μετρούσε. «Κρα , κρα , κρα , κρα . . .» ήταν το κρασί , «ρα , ρα , ρα , ρα . . .» ήταν το ρακί. Μέσα στις ατελείωτες σελίδες « κρα» και «ρα» ο Βαγγέλης είδε ένα «βε»
«Τι είνι αυτό , ρε Αλιέξ;»
«Να ρε , η Ναστασιά, η γναίκα σ’ πήρι ένα βελόν»
«Αααα τη σπάταλ»
Ξόφλησε κι αυτός με τα λεφτά από τα καπνά
Ο καπνός έσωσε πολύ κόσμο τότε.»
Αυτό είναι ένα απόσπασμα από τον «Καπνό» του Αστέρη Ν. Μαυρουδή. Το πρώτο του βιβλίο, η «Κλεψιά» περιέχει δεκαεπτά διηγήματα, η πλειονότητα των οποίων έχει αρκετά χαρακτηριστικά από την ηθογραφία ( εξαιρούνται τα: «Ο Θάνατος» και οι « Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί»). Αν και η τάση αυτή είχε εμφανιστεί παλαιότερα και είχε φορτιστεί από τότε, άλλοτε με θετική και άλλοτε με αρνητική σημασία, αναβιώνει μέχρι σήμερα. Ο Μαυρουδής εστίασε το συγγραφικό του ενδιαφέρον στην ελληνικότητα και την παράδοση σε πιο μοντέρνα εκδοχή. Κάθε του διήγημα έχει αρχή χωρίς κάποια περιττή εισαγωγή, μέση και τέλος (Αριστοτελικά), στερούμενο ηθικών διδαγμάτων.
Ο Αστέρης Μαυρουδής είναι ηθοποιός, μουσικός, συγγραφέας και σίγουρα έχει και άλλες ιδιότητες που δεν τις έχουμε ανακαλύψει ακόμα. Γεννήθηκε το 1954 στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε στο Αδάμ και ζει στη Σουρωτή. Οι δύο αυτές περιοχές αναφέρονται στα διηγήματά του και αυτό γιατί; Γιατί στα διηγήματα ο τόπος καταγωγής ή τα γύρω μέρη των συγγραφέων πλαισιώνουν συχνά τα έργα τους. Άλλωστε η λαογραφία ήταν μια από τις γενεσιουργές αιτίες του διηγήματος
« Η Κλεψιά» από τις εκδόσεις Θερμαϊκός είναι ο τίτλος από το πρώτο του βιβλίο. Τον ίδιο τίτλο φέρει και ένα από τα διηγήματά του. Ο Αστέρης Μαυρουδής είναι ένας τίμιος συγγραφέας. Άκουσε τις ιστορίες των συγγενών του και τις μετέφερε στο χαρτί. Διάβασε Βιζυηνό και Βαλτινό και τους κράτησε ως πρότυπα. Δέχτηκε τις συμβουλές των καθηγητών στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής και τις εφάρμοσε στα διηγήματά του. Σεβάστηκε απόλυτα το χρόνο του αναγνώστη και δεν έπαιξε με την ενέργειά του.
Ο Μαυρουδής στοχεύει στην αντικειμενική και πειστική αναπαράσταση των αφηγούμενων περιστατικών, χωρίς να τα εξιδανικεύει ή να τα εξωραΐζει. Αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους και αποκλείει τα προσωπικά του συναισθήματα. Τα θέματά του είναι παρμένα από την καθημερινή ζωή στην ελληνική ύπαιθρο. Πιο συγκεκριμένα, περιστρέφονται γύρω από την εργασία, την εκδίκηση, τον αρραβώνα, τον γάμο, τη βάπτιση, τον αγώνα και τον θάνατο. Μέσα σ΄ όλα αυτά κυριαρχούν τα ήθη, τα έθιμα και οι συνήθειες του ελληνικού λαού, δίνοντας ένα δείγμα της ελληνικής ψυχής, φέρνοντας στο νου μας τα «μνημεία λόγου» όπως έλεγε και η Γαλλίδα Γκριώλ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το διήγημα « Τα μουστλούκια». Έθιμο σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας δεν πήγαινε στη βάπτιση του παιδιού του, αλλά περίμενε να έρθουν τα πιτσιρίκια στο σπίτι και να του ανακοινώσουν το όνομα. «Γαμέμνους, Γαμέμνους» φώναζαν τρέχοντας. Για τον κόπο τους τούς έδινε μερικά ψιλά.
Η αναφορά στα ήθη και τα έθιμα δεν μειώνει την αξία του έργου του, απλά ο Μαυρουδής τα χρησιμοποιεί σαν όχημα για την μυθοπλασία. Στο διήγημα ο «Γάμος» γίνεται αναφορά στο μπαξίσι που υποχρεωνόταν να δώσει ο γαμπρός. Τα παλληκάρια περίμεναν στη βρύση του χωριού για να αποχαιρετίσουν τη νύφη που έφευγε και ο σύζυγος έπρεπε να τους δώσει φιλοδώρημα. «Μπαξίσι , μπαξίσι» φώναζαν. «Δεν έχει μπαξίσι», είπε ο γαμπρός και τράβηξε το γκέμι για να φύγει . Ένα από τα παλληκάρια πήγε να διαπραγματευτεί το ποσό και έφαγε μια καμτσικιά στο πρόσωπο, άλλο πράμα. Τότε θύμωσε και κατέβασε το γαμπρό από την άμαξα
Σ΄ ένα άλλο διήγημά του «Το ταξίδι» γίνεται λόγος για τις αντίξοες συνθήκες ζωής των ανθρώπων καθώς και για τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία τους. Ένα μικρό παιδί, ο Νικολάκης, αναγκάζεται να πηγαίνει στον Αϊ- Αντώνη για να πουλήσει ψάθες και να θρέψει την οικογένειά του, μιας και ο πατέρας είχε πεθαίνει. Έπρεπε να περάσει από πολλά χωριά τη Σουρωτή, το Λιβάδι και τα Πετροκέρασα για να φτάσει στο δικό του, το Αδάμ. Στο δρόμο είχε κρύο και έπιασε βροχή. Ο Νικολάκης έβαλε τα κλάματα και ευτυχώς τον άκουσε και τον λυπήθηκε η κυρά –Κωνσταντούλαινα. « Έλα , βρε παιδάκι μου , να φυλαχτείς» , του είπε. Αφού του έδωσε μια αλλαξιά ρούχα και φαγητό, τον φιλοξένησε στο σπίτι της για να περάσει τη νύχτα. Παρά τις κακουχίες , κυριαρχεί η αγάπη, η βοήθεια και η συμπόνια για τον αδύναμο. Την επόμενη μέρα γιορταζόταν η Παναγούδα, θα ήταν αμαρτία να παρατούσαν το παιδί στη μοίρα του.
Η γραφή του Μαυρουδή είναι απλή με ιδιαίτερη προτίμηση στο συνδυασμό ουσιαστικού και ρήματος. Χρησιμοποιεί και κάποιους γλωσσικούς ιδωματισμούς όπως γιαμπουκλού , νιτζούτσκια, σεμπριά, μπαξίσι, κουπέδες, χαΐρ, κόλια και πολλά άλλα. Το ύφος του είναι λιτό και χιουμοριστικό. Οι διάλογοι θυμίζουν θεατρικό κείμενο, άλλωστε πολλοί έχουν συνδέσει το διήγημα με τη θεατρική πράξη. Στόχος του είναι να σκιαγραφήσει περισσότερο τον χαρακτήρα των ηρώων.
Συμπερασματικά στο πρώτο του βιβλίο «Η Κλεψιά», ο Μαυρουδής περιγράφει το βίο του απλού ελληνικού λαού σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, με αρκετή δόση χιούμορ και κοφτό λόγο. Σ’ αυτές τις κοινωνίες ψάχνει την «Ελληνική ψυχή». Δεν τα παρουσιάζει με ωραιοποιημένο και ειδυλλιακό τρόπο. Αντίθετα, ασχολείται με τη ρεαλιστική–νατουραλιστική απεικόνιση των μικρών και κλειστών κοινωνιών της υπαίθρου, με τέτοιον τρόπο ώστε να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές ενός κεντρικού χαρακτήρα ή ενός περιστατικού. Αλλωστε αυτό είναι το διήγημα. Είναι η απεικόνιση μιας φέτας ζωής, μιας θεώρησης ενός μέρους πραγμάτων, απεικόνισης ενός χαρακτήρα, ενός περιστατικού. Ο Μαυρουδής είναι οπαδός της λιτότητας, του απολύτου απαραίτητου όγκου γι αυτό και τα διηγήματά του είναι καλοψημένα αλλά όχι στεγνά. Του ευχόμαστε καλοτάξιδο και καλή συνέχεια.

 

Πηγή: http://www.24grammata.com/?p=46276

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *