Την ήξερε.
Ούτε κι αυτός θυμόταν από πότε την ήξερε.
Σήμερα δε θα την χαιρετούσε. Το ‘χε αποφασίσει. Το τζιν που φορούσε του άρεσε, της πήγαινε. Και το βρακί που φορούσε του άρεσε. Το είδε όταν έσκυψε. Έτσι κι αλλιώς από την Έκτη Δημοτικού είχε αρχίσει να βαθμολογεί τις γκόμενες ανάλογα με το τζιν που φορούσαν. Με τη μία καταλάβαινε το νούμερο, το είδος βρακιού και το σχήμα φεγγαριού. Από ‘κει κρινόταν τα πάντα.
Αλλά όχι, σήμερα δεν θα την χαιρετούσε. Το ‘χε αποφασίσει. Έπινε το ποτό του και παρακολουθούσε τις υπόλοιπες του μαγαζιού. Σήμερα δεν τον ένοιαζε καμιά άλλη με τζιν. Η καλύτερη ήταν εκεί. Σήμερα έψαχνε για κάποια που θα ανταπέδιδε στο βλέμμα του. Μετά ήξερε τι να κάνει. Ένα σφηνάκι από μακριά, κι ένα από κοντά, αν χαμογελούσε συνωμοτικά. Λίγο, πολύ λίγο μπίρι μπίρι και μετά στο ψητό. Ο αιφνιδιασμός είναι η καλύτερη τακτική. Είχε μεγάλα χέρια. Με το κατάλληλο ερέθισμα μπορούσαν να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά ακόμα για να αγκαλιάσουν το φεγγάρι.
Πόσο του άρεζαν τα φεγγάρια! Στον υπολογιστή, στο κινητό, στο μυαλό φεγγάρια πάντα είχε. Αλλά όχι κανένα άλλο φεγγάρι σήμερα δεν ήταν τόσο στρογγυλά ωραίο και τόσο κατάλληλα φωτισμένο. Όπου και να κοιτούσε όλες ήταν απασχολημένες με φίλους, φίλες, γνωστούς. Ήταν και κάποιες που ήταν απασχολημένες με τους τοίχους. Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει. Πώς γινόταν μερικές να κοιτάνε τους τοίχους, τα φώτα, το ποτό, το πάτωμα και να μην κοιτάνε αυτόν; Τόσες φορές τις κοίταξε.
Σήμερα δεν θα την χαιρετούσε. Ίσως κάποια άλλη φορά. Να της έδινε λίγο χρόνο να σκεφτεί. Να της έδινε λίγο χρόνο να εκτιμήσει. Τέτοια αγκαλιά το φεγγάρι της κανένας άλλος δεν θα της είχε κάνει. Τα δικά του χέρια ήταν μεγάλα. Με το κατάλληλο ερέθισμα μεγάλωναν μερικά εκατοστά ακόμα. Μπορούσε να την αποκαταστήσει. Της το ‘χε πει. “Μη φοβάσαι, θα σε αποκαταστήσω.” Κι ‘κείνη είχε γελάσει. Αυτός της έλεγε την αλήθεια κι ‘κείνη είχε γελάσει. Αυτές οι γυναίκες . . .Ενώ ψάχνονται, όταν πάει κάποιος δίπλα τους και τους ‘πει να εγώ είμαι αυτός που έψαχνες, κάνουν λες και είναι και αλλού και κολλημένες.
Σήμερα δεν θα την χαιρετούσε. Θα ‘πινε το ποτό του, θα πλήρωνε και με το παραπάνω το μπαρμάνι και θα πήγαινε στο μπάνιο. Τόση ώρα ο εγκέφαλος του τού ‘λεγε: “Βγάλε το τσουτσούνι σου και κατούρα”. Και ‘κείνος θα ‘βγαζε το τσούτσουνι του και θα κατουρούσε. Και μόλις θα ‘φευγε, θα περνούσε από δίπλα της κοιτώντας σαπέρα και με το μεγάλο του χέρι θα σήκωνε το μισοφέγγαρο.
Θα την χαιρετούσε.

σε μια φίλη

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *