Πραγματικά από το Σάββατο το απόγευμα άρχισα να νιώθω περίεργα.

Μια ατέλειωτη νύστα με κύκλωνε. Τα ίδια και την Κυριακή. Σηκώθηκα το πρωί-όχι και πολύ πρωί-γύρω στις δέκα και μισή. Έφαγα πρωινό, ήπια καφέ και γύρισα στο κρεβάτι μου. Πήρα ένα βιβλίο από το κομοδίνο, διάβασα δυο κεφάλαια και ξανακοιμήθηκα. Ξύπνησα όταν ένιωσα ότι πεινάω. Τα ίδια και ο Κώστας. Ποιος το κόλλησε σε ποιον δεν ξέρω. Μπορεί να ήταν και ταυτόχρονο ή τυχαίο ή δεν ξέρω και γω τι άλλο. Στο ενδιάμεσο ανταλλάξαμε μόνο μερικές κουβέντες με δυσκολία. Είσαι καλά; Ναι, αλλά νυστάζω. Και εγώ. Και κοιμηθήκαμε άλλη μια φορά. Μα, τι πάθαμε, αναρωτιόμασταν.

Ξυπνήσαμε για τρίτη φορά μέσα στη μέρα λίγο πριν τις έξι το απόγευμα. Ντυθήκαμε και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Μια βόλτα στην πλαζ θα μας έκανε καλό. Ο εγκέφαλός μας χρειαζόταν οξυγόνο. Ήταν λες και είχε σταματήσει. Είχε μάλλον τερματίσει και δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο. Φυσούσε. Αυτό ήταν! Πήραν αέρα τα μυαλά μας. Νιώσαμε τις δυνάμεις μας να επανέρχονται. Κοιτάξαμε τη θάλασσα και τα γκρίζα σύννεφα. Όπου να ‘ναι θα ψιχάλιζε. Δώσαμε ένα φιλί, και όταν πήγα να τον πιάσω χεράκι χεράκι, είδε-ανάθεμα το σκηνικό- πόσα σκουπίδια έχει η παραλία. Πώς να αγαπηθούμε στα σκουπίδια πλάι;

Έτρεξε ως το αμάξι και έφερε μια σακούλα σκουπιδιών και 2 ζευγάρια γάντια. Αρχίσαμε να τα μαζεύουμε με ρυθμό. Σκύψε, σήκω, πέτα. Πλαστικά μπουκάλια νερού απ΄ όλες σχεδόν τις μάρκες, καπάκια, ζουληγμένα σωληνάρια, θριμματισμένα ποτήρια του καφέ από φιλεζόλ, καλαμάκια σε όλα τα χρώματα και σε όλα τα μεγέθη, αναπτήρες, μπατονέτες χωρίς το βαμβάκι, υγρά μαντηλάκια με σκατά και χωρίς σκατά, τρύπιες κάλτσες παιδικές, αντρικές, γυναικείες, μία μπλούζα μαύρη κοντομάνικη ζιβάγκο, γυαλιά θαλάσσης διαμελισμένα, κορδόνια από μαγιό, ένα κομμάτι από διχτυωτό καλτσόν στο χρώμα του ποδιού, τενεκεδάκια από μπύρες, ένα στυλό pelikan, μία σπασμένη ξυλομπογιά, μέρη από κουβαδάκια και τσουγκράνες, μισές μπάλες, συσκευασίες από παγωτά, μπισκότα, πατατάκια, γόπες, πολλές γόπες, πάρα πολλές γόπες-τα τζάμπο πουλάνε τασάκια παραλίας ή πορτοφολάκια τασάκια- ένα προφυλακτικό, αντηλιακά, σακούλες, ένα στρινγκ πετρόλ με την άσπρη του τη δαντελίτσα λερωμένο με περίοδο, σ΄ αυτό ένα εμετάκι μου ανέβηκε αλλά του έδωσα εντολή να κατέβει πάλι γρήγορα, πακέτα τσιγάρων, σχοινιά, σπάγκους, δακτύλιους ασφαλείας, μεταλλικά καπάκια και ένα κράνος που το αφήσαμε εκεί που το βρήκαμε.

Όταν πια γέμισε η σακούλα μέχρι πάνω, πήγαμε και την πετάξαμε στον κάδο.Φιληθήκαμε ξανά δίπλα στην μπόχα απ’ τα σκουπίδια. Ένας σκύλος μας κοίταξε και έστριψε το κεφάλι του αλλού, προφανώς ντράπηκε, ενώ μια γάτα φανερά απογοητευμένη, γιατί η σακούλα δεν περιείχε τίποτε βρώσιμο, μας έδειξε τα δόντια της. Ύστερα χαζέψαμε τον κόσμο που περπατούσε, έτρεχε, έκανε το μπάνιο του, έπαιζε βόλει και συζητούσε. Λίγο πιο πέρα μια παρέα μικρών παιδιών-ίσως και να ήταν φοιτητές πρώτου έτους-μάζευε και αυτή σκουπίδια.

Εκεί νιώσαμε ντροπή. Αυτές οι βρομιές είναι δικές μας.

Φεγάστε!

 

 

 

Ελένη Γκόρα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *