Ψιλός και αδύνατος, πολύ αδύνατος, τόσο που τα ρούχα φαίνονταν αταίριαστα πάνω του. Καραφλός και μελαχρινός, με δύο μεγάλα μαύρα μάτια.   Όλη η ζωή του το περίπτερο, εκεί στη γωνία. Χειμώνα και καλοκαίρι κλεισμένος στο μικρό κουβούκλιο να τακτοποιεί τα εμπορεύματα: τσιγάρα, πατατάκια σοκολάτες αναπτήρες τσίχλες καραμέλες περιοδικά και όλα εκείνα τα ψιλικά που έχουν τα περίπτερα.

Μεγάλη γειτονιά τέσσερες εξαώροφες πολυκατοικίες αντικριστά και στη βάση τους μια σειρά από μαγαζιά. Κομμωτήριο, service T.V., καφενείο, χαρτοπωλείο, και κατάστημα καλλυντικών.

Όλους τους εξυπηρετούσε ο κ. Μίμης ο περιπτεράς, αδιάκοπα και ακούραστα. Θες ένα πακέτο τσιγάρα ή μια σοκολάτα για τη λιγούρα ή ένα αναψυκτικό για δροσιά όλη η γειτονιά πέρναγε κάθε μέρα και νύχτα από μπροστά του.

Άλλα και κ Μίμης γνώριζε τον καθένα με το όνομα του. Ήταν κοινωνικός εξυπηρετικός και χαμογελαστός. Ειδικά το χαμόγελο του ήταν και το μεγάλο του ατού. Βλέπεις γκρίζα η καθημερινότητα των ανθρώπων, γκρίζα η φάτσα τους, γκρίζα και η καρδιά τους. Όταν όμως ο άλλος σου χαμογελά ε! σηκώνεται η κουρτίνα και φωτίζονται τα φυλλοκάρδια.

Έτσι λοιπόν ο κ. Μίμης δεν ήταν απλά ο περιπτεράς της γειτονιάς, αλλά ο άνθρωπός που άκουγε τα όνειρα, τις στεναχώριες, τις ανησυχίες και τις χαρές όλων όσων  κατοικούσαν και δούλευαν κοντά στο περίπτερό του.

Αλλά και δεν ξέφευγε από την προσοχή του τίποτα: Ποιος είναι αυτός; που πάει; μένει εδώ; δε μένει; Σήμερα δεν πέρασε η κα. Γιούλα να είναι καλά; Είδα τη σύζυγο του κ. Σπύρου με βαλίτσες ταξίδι να πήγε ή να χώρισαν;

 

Η καθημερινότητα του και η ασχολία του ήταν τι κάνουν οι άλλοι. Να το πεις κακεντρεχή, όχι δε το λες, απλά περίεργο. Άκουγε με προσοχή κάθε τι δυσάρεστο και το διέσπειρε με ύφος ηθοποιού σε αρχαία τραγωδία.

-Καλησπέρα κ. Μίμη πιάσε σε παρακαλώ ένα Marlboro και μια σοκολάτα.

-Πολύ καπνίζεις κ Σπύρο, το πρωί δεν αγόρασες πακέτο;

-Νιώθω μόνος τώρα που έφυγε η Καίτη, είναι και τα παιδιά στην πεθερά μου, μόνος είμαι, σου κάνει παρέα το άτιμο.

-Μμμμ . . . 6 ευρώ

-Ωχ! Δεν πήρα λεφτά μαζί μου, τι αφηρημένος που είμαι; Θα στα δώσω αύριο!

-Ναι, ναι δεν υπάρχει θέμα. Καλό βράδυ. Μη στενοχωριέσαι.

Δεν υπάρχει θέμα; μα και βέβαια υπάρχει θέμα, καλά είδα εγώ την Καίτη με δύο μεγάλες βαλίτσες προχτές το μεσημέρι. Σαν κλαμένη μου φάνηκε. Να δεις που αυτοί οι δύο χώρισαν. Κρίμα και φαινόταν τόσο ταιριαστό και αγαπημένο ζευγάρι. Με αυτές τις σκέψεις έκλεισε τα σκούρα του περιπτέρου και έφυγε.

-Καλημέρα κα. Γιούλα, τι κάνετε;

-Καλημέρα Μίμη! Τι να κάνω έτσι και έτσι, με τάραξαν τα αθροιτικά μου φέτος, πολλή υγρασία.

-Ναι, αλήθεια είναι αυτό! Δε μου λες κα. Γιούλα τι έπαθε ο γείτονά σου ο κ. Σπύρος το εγκατέλειψε η γυναίκα του;

-Αχ, το έμαθες και εσύ ε; Τα άσχημα νέα κρυφά δε μένουν.

-Ήρθε χτες και αγόρασε τσιγάρα, τον είδα στεναχωρημένο και τον ρώτησα.

-Ναι, δυστυχώς, εγώ έτυχε να είμαι πίσω από την πόρτα, καθώς καθάριζα και τα άκουσα όλα.

-Δηλαδή, τι άκουσες;

-Αυτή έδωσε μια στη πόρτα καθώς έφευγε που κουνήθηκε η πολυκατοικία, κοπάνησε δυνατά τα τακούνια της στην είσοδο και κάτι μουρμούρισε, αλλά δεν άκουσα. Τι είμαι εγώ Μίμη καμία κουτσομπόλα, καμία Κατίνα να ασχολούμαι με τους άλλους; Σου είπα όμως, έτυχε να είμαι πίσω από τη πόρτα.

-Αλίμονο κα. Γιούλη μου είπα εγώ τέτοιο πράγμα; Απλά από ενδιαφέρον ρωτάω. Ύστερα; Τι έγινε ύστερα;

-Μπήκε στο ανσασερ και έφυγε. Κρίμα και έχουν και παιδιά, πώς θα μεγαλώσουν τα κακόμοιρα;

-Μου είπε χτες ότι τα έχει στην πεθερά του. Αυτά. Τι να σου δώσω κ. Γιούλα μου;

-Τίποτα καλέ μια καλημέρα πέρασα να πω!

 

 

Έχει μπει για τα καλά η άνοιξη, παρά τα κρύα και τις βροχές ο Μάρτης αποχαιρετά με καλοσυνάτες ημέρες που ευδιάζουν από τα λουλούδια στα μπαλκόνια. Τακτοποιούσε τα περιοδικά του ο κ Μίμης και δίπλωνε τις εφημερίδες ώστε να τις παραδώσει αύριο στο πρακτορείο.

 

Με τη άκρη του ματιού του είδε το Σπύρο να περπατάει σκυφτός και κατσούφης, κοντοστάθηκε στην πόρτα της πολυκατοικίας και έψαχνε τα κλειδιά του μέσα στην τσέπη του σακακιού του.

-Καλησπέρα τι κάνετε;

-Καλησπέρα ωω να σας δώσω τα χρήματα. Παραλίγο να το ξεχάσω

-Δεν πειράζει. Δεν είναι αυτό. Εγώ απλά ήθελα να σας πω πόσο λυπάμαι.

-Για ποιο πράγμα λυπάστε;

-Μα … για τη σύζυγο σας! Δηλαδή, που έφυγε

-Α, μα είναι η δουλεία της τέτοια! Αύριο θα φύγω και εγώ θα πάω να τη βρω στη Θεσσαλονίκη.

-Εεε;

 

Είχε ανοίξει την εξώπορτα ο Σπύρος και προχωρούσε προς το ανσασέρ. Ένιωσε τα μάτια του κ Μίμη να είναι καρφωμένα πάνω του, γύρισε και το κοίταξε:

-Μα καλά τι καταλάβατε ότι χώρισα; Όχι, βέβαια εδώ ετοιμαζόμαστε και για τρίτο παιδί. Απλά μετακομίζουμε στη Θεσσαλονίκη. Καλό βράδυ!

-Αααα!

 

Γύριζε πίσω στο περίπτερό του, στον κόσμο του. Λυπημένος; Όχι, γιατί να είμαι λυπημένος. Χαιρόμαστε με τη δυστυχία των άλλων; Όχι, βέβαια. Χαιρόμαστε με την ευτυχία των άλλων!

 

Και τι με νοιάζει εμένα τι κάνουν οι άλλοι. Με νοιάζει! Ίσως γιατί δεν έχω δικούς μου ανθρώπους να ασχοληθώ, αν ήξεραν όλοι αυτοί πόσο μόνος αισθάνομαι αν ήξεραν…

-Εεε, Μίμη σου μιλάω, δεν ακούς;

 

Η φωνή της Γιούλης τον προσγείωσε απότομα. Εμείς μοιάζουμε κα. Γιούλη μου, μοιάζουμε στη μοναξιά μας, μοιάζουμε στην περιέργεια, δεν κοιτάμε τη καμπούρα μας, πώς θα τη δούμε άλλωστε βλέπουμε μόνο τις καμπούρες των άλλων.

-Λάθος συναγερμός κα. Γιούλη μου λάθος συναγερμός!

-Τι δε καταλαβαίνω;

-Ο Σπύρος με την Καίτη δε χωρίζουν, απλά μετακομίζουν στην Θεσσαλονίκη.

-Και εσύ πού το ξέρεις;

-Το ξέρω. Έγκυρη πηγή.

-Κρίμα που φεύγουν. Ποιος ξέρει ποίος θα έρθει τώρα στο δίπλα σπίτι; Ποσό τους εκτιμούσα και τους συμπαθούσα.

-Τι να σου δώσω κα. Γιούλη;

-Τίποτα μια καλησπέρα πέρασα να πω!

-Κα. Γιούλη;

-Ναι;

-Θες μόλις κλείσω το περίπτερο να πάμε στο καφενεδάκι στην πλατεία;

-Εεεε;

-Θέλεις;

-Ναι, στην επόμενη πλατεία όμως μη δώσουμε δικαίωμα στη γειτονιά για σχόλια και κουτσομπολιά.

-Όπου θέλεις.

 

Όπου θέλεις…

 

 

 

 

 

 

 

 

Anel Blue

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *