Στις 8:00 το πρωί ξύπνησα σήμερα.

Κι όχι από μόνη μου. Εκεί που κοιμόμουν άκουσα το σταθερό να χτυπάει.Τώρα ποιος αφήνει το πάπλωμα μέσα στο κρύο; Περίμενα να σταματήσει και κάλεσα τον Κώστα στο κινητό. Ήξερα πως ήταν αυτός.Ήθελε να με ρωτήσει ποια μέρα δεν έχω κανένα μάθημα. Βρίσκω το Σάββατο και του λέω το Σάββατο. Κλείσαμε.

Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, έφαγα πρωινό, ήπια μες την τρελή χαρά καφέ βλέποντας την πρωινή ενημέρωση της ερτ-χωρίς κανένα γαμωτσιγάρο, γιατί αποφάσισα πως πρέπει να το κόψω και ρε πούστη μου αυτό με ζορίζει καμιά φορά, όχι πάντα, αλλά με ζορίζει- και έπλυνα τα πιάτα. Αφού τα έπλυνα, έβρασα τα παντζάρια και ξεκίνησα να μαγειρεύω. Σήμερα έκανα κουνουπίδι στιφάδο. Βγήκε νόστιμο πολύ. Δεν του το ‘χα.

Έπειτα, με πήρε τηλέφωνο η μαμά μου. Είπαμε τα νέα μας, όσα προλάβαμε να μαζέψουμε από χθες, και λίγο πριν αποχαιρετιστούμε με ρώτησε αν έχω μάθημα σήμερα. Της είπα, όχι. Με σιγουριά.Ύστερα έψαξα ποια ρούχα θέλουν σίδερο, που άλλες φορές πρέπει να γίνεται χαμός για να το πάρω απόφαση κι έβαλα Καλογιάννη (Αχ, Αννούλα του χιονιά, Όμορφη μου Κατερίνα, Σ΄ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη, Και που λες ευτυχία…κι άλλα τέτοια που κανονικά δεν τα ακούω, εκτός αν έχω ανοιχτό το δεύτερο πρόγραμμα) και ξεκίνησα να σιδερώνω, ώσπου για ακόμη μια φορά χτύπησε το τηλέφωνο.

Ήταν μία φίλη μου. Μου είπε πως παντρεύεται το καλοκαίρι και πολύ χάρηκα. Της ευχήθηκα και της υποσχέθηκα πως θα πάω στο γάμο. Μετά, συνέχισα να ακούω νέο κύμα και να σιδερώνω. Χόρεψα κιόλας μαζί με ένα πουκάμισο σαν να μην με βλέπει κανείς- ατυχής παρομοίωση γιατί όντως δεν με έβλεπε κανείς-και το κρέμασα στην ντουλάπα τραγουδώντας ήσουν ωραία όταν γελούσες/μοσχοβολούσες σαν…Και κει που πήγα να πω πασχαλιά, χτύπησε το τηλέφωνο.

Ήταν μία κυρία που δεν την ήξερα. Ήθελε μόνο να μου μιλήσει και να μου πει καλή χρονιά και πως με διαβάζει και πως είναι πολύ ωραία που είμαι δίπλα στη θάλασσα … Φβ, όπως μου εξήγησε, δεν έχει. Τα στοιχεία μου τα βρήκε από τη σελίδα μου κι έτσι με πήρε τηλέφωνο, γιατί ήθελε να με ακούσει. Την ευχαρίστησα κι ένα χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό μου.

Αφού τελείωσα με τις δουλειές άνοιξα τον υπολογιστή για να μπω στο φβ με την αίσθηση ότι δεν έχω τίποτε απολύτως να κάνω για την υπόλοιπη μέρα. Γυρνάει ο Κώστας με ρωτάει πώς κι έτσι είμαι ανέμελη; Πώς και δεν ετοιμάζομαι για μάθημα και του απαντώ πως δεν έχω σήμερα. Με σιγουριά. Τρώμε, βάζω τις πιτζάμες μου, παίρνω κι ένα βιβλίο και κει που ετοιμάζομαι να μπω κάτω απ’ το πάπλωμα, χτυπάει το τηλέφωνό μου.

Ελένη, πού είσαι; Ήταν η μαμά ενός παιδιού στο τηλέφωνο. Μα δεν έχουμε μάθημα σήμερα, απαντώ. Πέμπτη δεν είναι; Και μόλις τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν Σάββατο. Και ακόμη χειρότερα ότι δεν είμαι συνταξιούχα κυριούλα.

 

*αφιερωμένο στην άγνωστη κυρία και στους μαθητές μου που με περίμεναν

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *