Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πλούσιος άνθρωπος με τη γυναίκα του. Δεν είχαν παιδιά και μισούσαν όλον τον κόσμο. Ακόμα κι όταν κάποιος τους χτυπούσε την πόρτα και τους ζητούσε λίγο φαγητό, εκείνοι τον έβριζαν και τον έδιωχναν.

Για να μην κουράζεται τόσο η γυναίκα του από τις δουλειές, έφεραν από την επαρχία  ένα κορίτσι από μια μεγάλη και φτωχή οικογένεια. Κι απ΄ αυτήν περίμεναν να τα κάνει όλα.

Άδικα προσπαθούσε το καημένο το κοριτσάκι να τελειώσει όλες τις δουλειές για να μπορέσει να βγει κι αυτό μια βόλτα. Η κυρά της όλο και κάτι έβρισκε για να κάνει.

Μπορείτε να φανταστείτε πώς έκλαιγε και καταριόταν τη μοίρα της η παρακόρη. Από τις κακουχίες τα μαλλιά της έγιναν αραιά, το πρόσωπό της σκυθρωπό και οι ώμοι της κυρτοί. Δεν υπήρχε λοιπόν, πιθανότητα να την πάρει κανείς απ΄ αυτό το σπίτι. Ήξερε ότι είχε μπροστά της μία πολύ πολύ άσχημη ζωή και ακόμα πιο άσχημη μεταχείριση. Ναι, την κακομεταχειρίζονταν πολύ άσχημα τα αφεντικά της, πιστέψτε με το ξέρω. Ήταν στριμμένα άντερα. Έτσι κάθε βράδυ, πριν να πέσει για ύπνο έλεγε:

-Μα γιατί να ‘μια τόσο κακορίζικη; και έβαζε τα κλάματα.

Μια μέρα την άκουσε η μάνα Γη και θέλησε να τη βοηθήσει. Μεταμορφώθηκε σε ζητιάνα. Φτωχοντυμένη και ξυπόλητη στάθηκε έξω από την αυλή του σπιτιού  κι άρχισε να φωνάζει:

-Ευγενικέ νοικοκύρη αυτού του σπιτιού, καλή μου νοικοκυρά δώστε μου κάτι για να φάω! Κοιτάξτε με, κοντεύω να πεθάνω απ΄ την πείνα…

Ήταν μεγάλο ευτύχημα που έλειπε ο κύριος και η κυρά απ΄ το σπίτι. Ήταν μόνο η παρακόρη στο σπίτι και αυτή που ήξερε από πείνα λυπήθηκε τη ζητιάνα. Μα δεν τόλμησε να της δώσει καθόλου απ΄ το φαγητό του σπιτιού. Τα αφεντικά της, θα το ανακάλυπταν αμέσως μόλις θα γύριζαν. Γιατί η πρώτη τους δουλειά, μόλις γυρνούσαν σπίτι, ήταν να ψάχνουν μήπως έλειπε κάτι. Τι να σας πω; Αν ανακάλυπταν ότι η παρακόρη είχε δώσει το φαγητό τους σε μια ζητιάνα, ήταν ικανοί να την σκοτώσουν στο ξύλο.

Τελοσπάντων, όταν άρχιζε να φωνάζει η ζητιάνα, εκείνη την ώρα η παρακόρη θα έτρωγε ένα κομμάτι ξερό ψωμί που είχε φυλάξει από χθες το βράδυ. Συγκινημένη λοιπόν, από τα παρακάλια της ζητιάνας έτρεξε γρήγορα στην αυλή του σπιτιού και της έδωσε το λίγο ξερό ψωμί που είχε.

-Πάρε αυτό καλή μου γυναίκα, της είπε με ένα χαμόγελο που είχε πολύ καιρό να στολίσει το πρόσωπό της. Αλλά φύγε γρήγορα. Τα αφεντικά είναι πολύ κακοί άνθρωποι. Αν σε βρουν εδώ θα σε διώξουν με τις κλωτσιές και μένα θα με βάλουν να κάνω χίλιες δυο δουλειές.

Η ζητιάνα δέχτηκε το ψωμί με ευγνωμοσύνη. Και μετά έδωσε στην παρακόρη ένα ματσάκι τσάι του βουνού και έσχισε ένα κομμάτι πανί από τη βρόμικη φούστα της ψιθυρίζοντας ένα ξόρκι για αλλαγή της μοίρας και της τύχης.

-Να βράζεις αυτά τα βότανα και να πίνεις κάθε μέρα από μια κούπα τσάι. Και όταν πλένεις το πρόσωπο και το σώμα σου να το σκουπίζεις μ’  αυτό το πανί. Πρόσεχε, μην αφήσεις κανέναν άλλον να τα χρησιμοποιήσει ποτέ!

Ήταν ένα ματσάκι τσάι του βουνού και ένα πολύ παλιό πανί, αλλά επειδή η παρακόρη κατάλαβε πως η ζητιάνα ήθελε να της κάνει κάποιο δώρο, την ευχαρίστησε θερμά, σαν να της είχε δώσει κάτι πολύτιμο.

Καθώς γινόταν αυτό, γύρισαν τα αφεντικά της. Πλησίασαν γρήγορα-γρήγορα την ζητιάνα και την παρακόρη τους με τα πρόσωπα γεμάτα καχυποψία.

-Μήπως έδωσες το φαΐ μας σ΄ αυτήν τη ζητιάνα; ρώτησε το αφεντικό της.

-Αν της έδωσες θα το πάρουμε πίσω, είπε η κυρά της.

-Δεν της έδωσα το φαΐ σας, απάντησε η παρακόρη.

Και καθώς μάλωναν τα αφεντικά την παρακόρη, η ζητιάνα εξαφανίστηκε.

Το άλλο πρωί η παρακόρη έβρασε λίγα απ΄ τα βότανα, ήπιε μία κούπα τσάι του βουνού και έπειτα πήγε να πλύνει το πρόσωπό της στη λεκάνη. Αφού πλύθηκε, θυμήθηκε το πανί που της είχε δώσει η ζητιάνα. Ήταν κάτι δικό της, ολόδικό της, και ήταν το πρώτο της δώρο από τότε που την είχαν δώσει στα αφεντικά της.

Άρχισε να πίνει κάθε μέρα τσάι του βουνού και να σκουπίζεται μ΄ αυτό το πανί. Ύστερα από λίγο καιρό τα μαλλιά της πύκνωσαν, το πρόσωπό της φωτίστηκε και έλαμψε και οι ώμοι της ίσωσαν. Ομόρφαινε, ομόρφαινε, ομόρφαινε. Πολύ σύντομα έγινε τόσο όμορφη και χαρούμενη που τα αφεντικά της τα ‘χασαν.

Ζηλιάρηδες όπως ήταν και οι δυο το ‘δεσαν κόμπο να βρουν τη λύση, να βρουν το μυστικό της παρακόρης. Ρωτούσαν λοιπόν μέρα νύχτα την παρακόρη να τους το φανερώσει. Μαζί με τις ερωτήσεις την έδερναν κιόλας. Από το πολύ ξύλο η καημένη η παρακόρη μαρτύρησε το μυστικό της· εκείνο που την έκανε τόσο χαρούμενη και τόσο όμορφη ήταν το τσάι του βουνού και ένα κομμάτι πανί.

Οι κακοί άνθρωποι αποφάσισαν να κάνουν δικά τους τα βότανα και το πανί, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να ησυχάσουν. Ανάγκασαν λοιπόν, την παρακόρη να τους τα δώσει.

Γεμάτοι ανυπομονησία και οι δυο το άλλο πρωί έβρασαν το τσάι, το έβαλαν σε δυο κούπες και βγήκαν έξω στην αυλή για να το πιούν. Η μάνα Γη έστειλε μια μαύρη γάτα να περάσει από κεί και να τους ρίξει τις κούπες κάτω. Μια κουκουβάγια έκραξε, σημάδι κακής τύχης. Γεμάτοι νεύρα τα αφεντικά πήγαν να πλυθούν και να σκουπιστούν με το πανί. Κόντεψαν να γδάρουν το πρόσωπο και το κορμί τους. Έπειτα, έτρεξαν και οι δυο γεμάτοι ελπίδα  στον καθρέφτη. Και καθώς κοίταζαν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη είδαν να βγάζουν γούνα. Ουρλιάζοντας, το έβαλαν στα πόδια και χάθηκαν μέσα στο δάσος. Από τότε δεν τους είδε ξανά κανείς.

Η τυχερή παρακόρη, τώρα που εξαφανίστηκαν τα κακά αφεντικά της, είχε ελπίδες να ευτυχήσει. Και πράγματι σε λίγο καιρό ένας νέος γοητεύτηκε τόσο πολύ από την ευγένεια και την ομορφιά της ψυχής της που την ζήτησε σε γάμο. Εκείνη δέχτηκε. Έβαλαν φωτιά το σπίτι κι έφυγαν.

Από τότε σε κείνο το μέρος φυτρώνει τσάι του βουνού.

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς ακόμα καλύτερα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *