Το ‘χαμε συμφωνήσει από πριν.
Με το αυτοκίνητο δεν έχει. Και τα 999 δυο φορές. Μια στο ανέβα και μια στο κατέβα. Ξεκούραση μετά. Στο καφέ με τα δέντρα και το νερό που κυλάει στ΄ αυλάκι.
Με τα σακίδια στην πλάτη και τα αθλητικά προχωρούσαμε για το Παλαμήδι. Στην άκρη ενός γωνιακού πεζοδρομίου καθόταν μια τσιγγάνα. Όχι, πολύ μεγάλη. Τα χρυσά τα δόντια της πάντως τα ‘χε. Μπόλικα.
Με το που είδε τον Κώστα, που προπορευόταν, τινάχτηκε. Δώσ’ μου ένα τσιγάρο, του είπε. Δεν έχω, της απάντησε αυτός και συνέχισε αποφασισμένος να ανέβει τα σκαλιά με μια ανάσα.
Εγώ λίγο πιο νωχελική, έτσι κι αλλιώς, έχωσα το χέρι μου στο σακίδιο. Έπιασα ένα και της το ‘δωσα. Ένα λιγότερο σκέφτηκα, καλό θα μου κάνει.
Μαζί είστε, με ρώτησε. Μαζί, της απάντησα. Και έκοψε την άκρη του τσιγάρου και το ‘χωσε στην χούφτα μου. Σφίξ’ το μου, λέει. Αν βγει μαύρο, θα γίνει αυτό που θες. Άνοιξ’ το τώρα.
Άνοιξα την χούφτα μου κι είχα ένα μικρό κάρβουνο.
Και τώρα δώσ’ μου ένα πενηνταράκι. Να διώξω το κακό το μάτι, τη γλωσσοφαγιά, τη ζήλεια. Να έτσι . . . Και έβγαλε από την τσάντα της ένα δεκάρικο κι άρχισε να με σταυρώνει.
Δεν έχω, της απάντησα κι έφυγα.
999; Πώς θα τα ανέβω, σκεφτόμουν. Κι όμως το πιο δύσκολο ήταν το κατέβα. Στο τελευταίο σκαλοπάτι άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου. Και ο Κώστας με κορόιδευε.
Μάτ απ΄ τη Ναυπλιώτισσα τσιγγάνα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *