Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια άγνωστη χώρα, κάπου πιο πίσω από τον ζαχαρένιο καταρράκτη και τα ανθισμένα ρόδα, ο Βασιλιάς Κατσούφης. Ο Κατσούφης, λοιπόν που λέτε, ήταν πολύ άπληστος και ήθελε να έχει τα πάντα δικά του στο Βασίλειο και για αυτόν τον λόγο είχε βγάλει πολύ αυστηρούς νόμους. Τα παιδιά είχαν σταματήσει να γελάνε, το παιχνίδι είχε θεωρηθεί παράνομο, τα χρώματα είχαν απαγορευτεί και όποιον έπιαναν να ακούει μουσική τον έκλειναν στα μπουντρούμια των φυλακών. Η άγνωστη χώρα βυθίστηκε στη μαυρίλα, οι καταρράκτες στέρεψαν και τα ρόδα μαράθηκαν. Αυτή όμως είναι και η ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Κανέλλας. Ενός κοριτσιού με τόσες πολλές φακίδες σαν μικροσκοπικά καφετί αστέρια, που φώτιζαν το πρόσωπό της. Η Κανέλλα βοηθούσε την γιαγιά της, που ήταν ράφτρα του Βασιλιά. Κάθε μέρα έραβε μαύρα ρούχα για τον Βασιλιά. Όσο πιο μαύρα τόσο το καλύτερο! Η γιαγιά της συνήθιζε να της λέει ιστορίες, για τότε που η άγνωστη χώρα ήταν γεμάτη γέλιο και ανθισμένα ρόδα και ο Βασιλιάς Κατσούφης δεν υπήρχε . Τότε που οι άνθρωποι ζούσαν μονιασμένοι και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Μάλιστα, κάποιες φορές στα πολύ κρυφά, η κυρά Λένα έδειχνε στην πολύτιμη εγγονή της, πολύχρωμες κλωστές από τα παλιά χρόνια, που είχε φυλάξει κρυφά, για να δει το κοριτσάκι της πως ήταν τα χρώματα. Πόσο αγαπούσε την γιαγιά της! Η Κανέλλα, όποτε άκουγε τις ιστορίες άστραφτε ολόκληρη και ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο. Έτσι, ξέχναγε τις σκοτούρες της και έπεφτε γεμάτη ελπίδα για ύπνο. Οι ελάχιστες χαρές της Κανέλλας όμως σύντομα τέλειωσαν, όταν ο Βασιλιάς Κατσούφης ανακάλυψε ότι η γιαγιά διέθετε πολύχρωμες κλωστές και την εξόρισε!

Η Κανέλλα δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι έχασε την μονάκριβη γιαγιά της και βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μάλιστα λέγεται, πως εκείνη την νύχτα ο αέρας έκλαιγε και μακρινές ιαχές έβγαιναν από τα στόματα των λύκων στα βουνά. Εκεί όμως που καθόταν και έκλαιγε, εμφανίστηκε μια νεράιδα ! Η κανέλλα έτριψε τα μάτια της για να βεβαιωθεί, γιατί νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις. Είχε ακούσει για αυτές αλλά ποτέ δεν είχε δει από κοντά. Η νεράιδα την πλησίασε και της είπε ευγενικά: «Μην κλαις, μικρή μου. Με φώναξαν οι λύκοι στα βουνά να έρθω, τα ρόδα που μαράθηκαν και η τολμηρή σου καρδιά. Ήρθα για να σε βοηθήσω να σώσεις το Βασίλειο και την γιαγιά σου και αυτό θα το κάνεις μόνο με το Αγαπόχορτο, ένα χορτάρι που θα το βρεις στα ψηλά βουνά. Βράστο και δώστο στον Βασιλιά. Προσοχή όμως! Το φυλάνε σαράντα δαίμονες και πρέπει να πας να το ξεριζώσεις μόνο τα μεσάνυχτα, αλλιώς τα μάγια δε θα πιάσουν!». Αυτά είπε η νεράιδα και εξαφανίστηκε αφήνοντας στην κατάπληκτη κοπέλα τρεις πολύχρωμες κλωστές, χωρίς όμως να ξέρει που χρησιμεύουν.

Η δυναμική Κανέλλα λοιπόν ξεκίνησε το ταξίδι της στα ψηλά Βουνά, ώστε να ξεριζώσει το αγαπόχορτο. Ταξίδευε επτά μέρες και επτά νύκτες και πέρασε επτά θύελλες και επτά ξηρασίες. Μετά από πολύ κόπο και περπάτημα, επιτέλους έφτασε! Βρισκόταν εκεί στο αγαπόχορτο! Το κορίτσι περιεργαζόταν αυτό το μαγικό χορτάρι με τα άνθη του, που ήταν σαν άσπρες νιφάδες και σκεφτόταν πως ένα τόσο μικρό φυτό έχει τόσο μεγάλη δύναμη.  Περίμενε με ανυπομονησία να έρθουν τα μεσάνυχτα για να το ξεριζώσει αλλά με το που σήμανε το ρολόι ακριβώς 12 το βράδυ ξεπρόβαλλαν 40 δαίμονες! Η όψη τους ήταν απόκοσμη με τα μάτια τους να βγάζουν φωτιές και τα στόματά τους βατράχια! Τρομαγμένη η Κανέλλα δεν ήξερε τι να κάνει, μέχρι που θυμήθηκε τις κλωστές, που της είχε δώσει η νεράιδα! Πολύ γρήγορα τις πέταξε πάνω τους και μπροστά στα μάτια της οι δαίμονες έγιναν όμορφες ανεμοδούρες που ταξίδευαν στον αέρα. Χαρούμενη η Κανέλλα ξερίζωσε το αγαπόχορτο και ξεκίνησε για την επιστροφή της…

 Με το που επέστρεψε η γενναία κοπέλα, έβρασε το αγαπόχορτο, το έβαλε σε ένα όμορφο ποτήρι και πήγε να ζητήσει μετάνοια στον βασιλιά για την γιαγιά της. Ο Βασιλιάς, άκαρδος που ήταν, δεν δέχτηκε καμία συγγνώμη αλλά πήρε με ευχαρίστηση και υπερηφάνεια το μαγικό ποτό, που του είχε φτιάξει, η έξυπνη Κανέλλα. Χωρίς να το ξέρει, το ήπιε και κατευθείαν τρόμαξε, νιώθοντας ένα πετάρισμα μέσα του. Είχε πλέον μεταμορφωθεί σε μια πεταλούδα! Ήταν άκακος και ανίσχυρος πια. Εντελώς μαγικά, μεμιάς ο ήλιος ξαναβγήκε στο Βασίλειο, οι καταρράκτες ξεκίνησαν να ρέουν και τα πιο όμορφα ρόδα άνθισαν για άλλη μια φορά. Η Κανέλλα ξανάσμιξε με την πολυαγαπημένη γιαγιά της και οι άνθρωποι ζούσαν πάλι μονιασμένοι, χωρίς τον κακό Βασιλιά πια, γεμάτοι χρώματα και παιχνίδι! Ακούγεται πως ο αέρας τότε τραγουδούσε εύθυμα και οι λύκοι δε χρειάστηκε να ξαναγρυλίσουν. Ψέματα κι αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια!

 

 

 

 

Αντώνης Λάππας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *