Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία μικρή, όμορφη και χαριτωμένη αρκούδα, που λεγόταν Αρκουδούλα Πατουσούλα. Η Αρκουδούλα Πατουσούλα ζούσε ευτυχισμένη στο δάσος. Της άρεσε να κόβει βόλτες, να ξαπλώνει στο χορτάρι, να κοιτάει τον ουρανό, να αφήνει τα ίχνη της στους τρυφερούς κορμούς των δέντρων, να βουτάει στο ποτάμι, να αναποδογυρίζει τις πέτρες.

Η κάθε μέρα της ήταν γεμάτη εκπλήξεις και πολύχρωμες εικόνες. Αγαπούσε τα βουνά, τα δέντρα, τους ήχους των ζώων, το κελάηδισμα των πουλιών. Τα πήγαινε καλά με όλους! Εχθρούς πολλούς δεν είχε. Απολάμβανε τον φρέσκο αέρα και το μουσκεμένο χώμα. Έπινε νερό κι έτρωγε πολύ· άγρια μήλα, κεράσια, φράουλες και βατόμουρα. Μα, η πιο λατρεμένη της λιχουδιά ήτανε το μέλι! Γλυκό, γλυκό και χρυσαφένιο. Οι φίλες της οι μέλισσες, όταν έβλεπαν την Αρκουδούλα Πατουσούλα να πλησιάζει στη φωλιά τους, την κερνούσαν πάντα λίγο μελάκι. Ήθελαν να δουν αν το έκαναν καλό και της ζητούσαν με αγωνία τη γνώμη της:

-Αρκουδούλα Πατουσούλα για δοκίμασε το μελάκι μας…Το κάναμε καλό;

Κι Αρκουδούλα Πατουσούλα το δοκίμαζε και χαιρότανε πολύ. Της έτρεχαν πάντα τα σάλια για λίγο μελάκι ακόμα. Και μόλις το έτρωγε, έλεγε:

-Μπράβο σας, μελισσούλες μου καλές! Το μέλι σας είναι πεντανόστιμο. Μμμ…μούρλια είναι!”

Κι η Αρκουδούλα Πατουσούλα με την κοιλιά της φουσκωμένη, συνέχιζε τη βόλτα. Σταματούσε μόνο όταν έβρισκε κάτι για να φάει. Ήξερε πως το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο έπρεπε να τρώει όσο περισσότερο μπορούσε, γιατί τον Χειμώνα έπεφτε σε ύπνο βαθύ και βαρύ. Το κρύο και το χιόνι ήτανε πολύ και πώς θα ‘βρισκε τροφή;

Έτσι, κάθε χειμώνα έσκαβε μια κρυψώνα ή τρύπωνε σε καμιά κουφάλα των δέντρων και κοιμότανε. Πού και πού ροχάλιζε κιόλας! Έβλεπε πολλά όνειρα· πως τάχα μου καλημέριζε τους σκίουρους, πως κυλιότανε στα φύλλα, πως έπαιζε με τις πεταλούδες, πως χαιρετούσε το φεγγάρι.

Μια μέρα όμως, εκεί που κοιμότανε, άκουσε έναν έντονο θόρυβο. Τινάχτηκε τρομαγμένη κι αλαφιασμένη. Ποτέ ως τώρα δεν την είχε ενοχλήσει κανείς. Μόνο όταν ένιωθε τον ήλιο να καίει και τα χιόνια να ‘χουν λιώσει, τότε ξυπνούσε κι έβγαινε απ’ την κρυψώνα της.

Η Αρκουδούλα Πατουσούλα λοιπόν, σηκώθηκε νευριασμένη και πολύ ενοχλημένη. Μα ποιος ήταν αυτός που της τάραζε την ησυχία και τι ήθελε απ΄ αυτήν;

(συνεχίστε την ιστορία, όπως θέλετε!)

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *