Είναι μια γιαγιά στη γειτονιά κοντή, λεπτή με λίγα δόντια. Το σπίτι της μικρό και φτωχικό με μια αυλή με γλάστρες που βλέπει στα τυφλά ντουβάρια μιας οικοδομής. Ταΐζει τις γάτες, τα περιστέρια ακόμα κι ένα σκυλί, που εδώ και μερικούς μήνες εξαφανίστηκε, πέθανε δεν ξέρω…

Η γιαγιά αυτή βάφει ξανθά τα αγορέ μαλλιά της, φοράει πολύχρωμες ρόμπες και πλαστικές ροζ παντόφλες. Πρωί -απόγευμα στρώνει μια κουρελού και κάθεται στο σκαλιά του σπιτιού της. Της αρέσει να την χαιρετάει ο κόσμος. Και γω λέω •γεια σου θεία!

Παλιότερα της μιλούσα στον πληθυντικό. Γεια σας! Τι κάνετε; Καλημέρα σας! Έδειχνε να μην της αρέσει καθόλου. Για τη συγκεκριμένη γιαγιά ο πληθυντικός ίσως να μην σημαίνει κάτι.

Πριν από λίγες μέρες έγινα μάρτυρας σε μια σκηνή, που λίγο πολύ όλοι έχουμε δει ή τουλάχιστον ξέρουμε ότι συμβαίνει. Ήταν γύρω στις 4. Την ώρα που οι εργάτες του Δήμου πλένουν και καθαρίζουν τον δρόμο από τα σκουπίδια που πετάνε οι έμποροι κι οι πωλητές της λαϊκής.

Μια άλλη γιαγιά γυρνούσε από ‘κεί. Πίσω της έσερνε το σιδερένιο καρότσι της. Φαίνεται είχε μαζέψει ό,τι ευγενικά -ή και όχι- αφήνουν πίσω τους οι παγκόβιοι. Και τι κάνει; Βάζει το χέρι της μέσα στο καρότσι, πιάνει ένα αγγούρι και μια ντομάτα και τα δίνει στην άλλη που καθόταν μπρος στα σκαλιά του σπιτιού της. Για μένα; Για σένα κούκλα μου, της λέει.

Χαμογελάσανε κι οι δυο, κι εμένα δεν μου βγήκε λέξη.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *