Η βραδινή ώρα με αγκάλιασε.

Νιώθω τη μυρωδιά του δειλινού και νομίζω πως και τ΄ αστέρια έγειραν προς τη γη, αυτό το βράδυ. Ήχοι, ήχοι από παντού τρυπούν τ΄ αυτιά μου. Ήχοι έντονοι, μαρσαρίσματα, κόρνες. Πού και πού κάποιο παιδικό γέλιο δίνει μια γλύκα στον ήχο.

Τα δέντρα ακίνητα, αλλά γεμάτα ζωή. Προσπαθούν να βλέπουν τα πάντα.

Κάποιος περπατά πάνω στα ξεραμένα φύλλα. Μετράω τα βήματα 1, 2, 3 έρχεται κοντά, πιο κοντά. Ρίχνω το βλέμμα γρήγορα πάνω απ΄ τον ώμο. Ω, μα δεν είναι κανείς! Κι όμως . . .Ένας μικρός μαύρος κότσυφας σε απόσταση ασφαλείας με κοιτά. Το κίτρινο ράμφος του, λες και λάμπει σ’  αυτήν την ώρα που όλα περιμένουν την γαλήνη.

Οι ήχοι σιγά-σιγά μειώνονται. Μια μυρωδιά από καυσαέριο πλανιέται στον αέρα.

Η ζωή κυλά σχεδόν απαράλλαχτα καθημερινά. Ηρεμία, κίνηση, δράση, ησυχία. Πολλοί θέλουν ν’  αποδράσουν. Μια ματιά, μια προσεχτική ματιά στα πρόσωπα γύρω και ίσως μπορείς να καταλάβεις τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από αδιάφορα πρόσωπα.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται για κάποιο σκοπό. Ίσως κι εγώ να είμαι ένα κομμάτι αυτού του χώρου, αυτού του χρόνου.

Ίσως . . .

 

 

 

Νόπη Γραικούση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *